Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: «Ήταν πιο πολύ το ξύπνημα του ανθρώπου»

«Ήταν πιο πολύ το ξύπνημα του ανθρώπου»
Σαμουήλ Μιζάν

Τιμή 7,4 ευρώ, 166 σελίδες 
Εκδόσεις Διεθνές Βήμα, 2018 

 

«…ο πόλεμος για αντίσταση έχει αίσθημα, έχει αγάπη, έχει αλληλεγγύη, αυτοσεβασμό, έχει ιδανικά, έχει τραγούδι, μόρφωση, ομορφιά, δεν υπάρχουν θρησκευτικές, φυλετικές διακρίσεις. Δημιουργεί μια εξελιγμένη κοινωνία, μπορεί και τριάντα χρόνια μπροστά».

Η προσωπική μαρτυρία του Ελληνοεβραίου Σαμουήλ (Σάμη) Μιζάν από το Αντάρτικο και την Κατοχή, που μόλις πήρε τη μορφή του βιβλίου με τον τίτλο «Ήταν πιο πολύ το ξύπνημα του ανθρώπου», κερδίζει αναμφισβήτητα μια εξέχουσα θέση στις εκδόσεις για την ιστορία της περιόδου. Πρόκειται για ένα μοναδικό αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο που ζωντανεύει με πολύ γλαφυρό και άμεσο τρόπο το ρόλο που έπαιξαν οι απλοί άνθρωποι στον αγώνα ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Και, ακόμα πιο σημαντικό, αναδεικνύει την κατά κύριο λόγο άγνωστη –αν όχι θαμμένη- συμμετοχή των Εβραίων της Ελλάδας στην Αντίσταση στο πλευρό της Αριστεράς.

Όπως μαθαίνουμε εισαγωγικά από την κόρη του Σαμουήλ Μιζάν, Λουίζα και τον σύζυγό της, Μωυσή Λίτση, το κείμενο, γραμμένο «τη χρονιά που εκείνος θα έκλεινε τα 70, δηλαδή το 1995», βρέθηκε τυχαία το Μάη του 2017 και ενώ ο συγγραφέας του, που «σπανίως μιλούσε για το αντάρτικο και την εποχή της κατοχής», είχε ήδη φύγει από τη ζωή έξι χρόνια. Μέσα από τις 99 (αριθμημένες στο χειρόγραφο) σελίδες του, παρακολουθούμε τη σταδιακή μεταμόρφωση του Σάμη: από νεαρό μαθητή γυμνασίου, μόλις 17 χρονών, που την 28η Οκτώβρη του 1940 χαιρόταν με τους συνομήλικούς τους γιατί «τα μαθήματα σταματούν», σε «καπετάν-Ξένο» και σημαντικό μαχητή της Αντίστασης μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Και μεταφερόμαστε στη «ζωή του βουνού», στην περιοχή του Πηλίου όπου και έδρασε: με τις επικίνδυνες αποστολές και επιχειρήσεις αλλά και τους δικούς της «κανόνες» και «κώδικες», εμπνευσμένους από τη συλλογική δράση και τα κομμουνιστικά οράματα, διαμετρικά αντίθετους με τους καπιταλιστικούς του κέρδους, των διακρίσεων και του ανταγωνισμού.

Όπως περιγράφει ο Σάμη σε ένα σημείο: «Υπήρχε τότε κάτι άλλο αξιοπρόσεκτο. Η ισότητα των φύλων. Πριν από 50 και κάτι χρόνια δεν υπήρχαν αγόρια και κορίτσια. Μόνο αγωνιστές. Κορίτσια ήταν στον ΕΛΑΣ με το όπλο, δίπλα δίπλα στον άνδρα, με τις ίδιες ακριβώς αποστολές. Ήταν και οι σχέσεις των δύο φύλων διαφορετικές. Καταργήθηκαν τα ταμπού στις σχέσεις αυτές, αρκεί να ήταν επιθυμία και των δυο. Αλλοίμονο για το αντίθετο. Η τιμωρία ήταν αυστηρότατη.

Πριν από τον πόλεμο υπήρχε ο πλατωνικός έρωτας. Στην περίοδο του αντάρτικου αυτό άλλαξε. Όπως όλα τα άλλα. Είναι περίεργο από τη μια στιγμή στην άλλη, έγινε μια άλλη κοινωνία. Μια κοινωνία που είχε ημερομηνία ενάρξεως και δυστυχώς, ημερομηνία λήξεως. Μετά πέσαμε στα ίδια, στα προηγούμενα. Μια οπισθοδρόμηση στην πρόοδο. Τι περίεργο! Έφυγε το αντάρτικο και έφυγαν τα πάντα».

Και σε ένα άλλο: «[Ο απελευθερωτικός Αγώνας] δίδαξε τη συντροφικότητα. Ο απελευθερωτικός Αγώνας διαμόρφωσε χαρακτήρες. Η φροντίδα, η αγάπη, η συμπαράσταση, η βοήθεια και όλα αυτά τα ωραία συναισθήματα πήραν τη θέση της αδιαφορίας και του ατομισμού». Δεν είναι τυχαίο ότι διαχωρίζει αυτή την περίοδο της ζωής του από όλη την υπόλοιπη λέγοντας κάποια στιγμή: «Σήμερα είμαι 70 ετών. Σήμερα είμαι 67 ετών και 3 ετών αντάρτικο».

Η στρατηγική της «εθνικής ενότητας» που ακολουθεί η ηγεσία του ΚΚΕ και που εκφράζεται όλο και περισσότερο στους συμβιβασμούς της με την αστική κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής, θα αρχίσει από νωρίς να ταλανίζει τον Σαμουήλ για την προοπτική του αγώνα. Στη συνέχεια θα ταχτεί, όπως η πλειονότητα των ανταρτών και των καπετάνιων, κατά της συμφωνίας της Βάρκιζας. Για να βρεθεί, όπως χιλιάδες άλλοι, από «ήρωας» της απελευθέρωσης που τον σήκωναν στα χέρια όταν το τάγμα του έμπαινε πανηγυρικά στο Βόλο, πολιτικός κρατούμενος για δυο χρόνια στις φυλακές της Κασσαβέτειας και των Τρικάλων και μετά κυνηγημένος στην Αθήνα. Λέει την άποψή του χωρίς περιστροφές:

«Σήμερα κατηγορούνται οι αντάρτες για σφαγές, λεηλασίες, βιασμούς, εμπρησμούς που έγιναν την εποχή εκείνη του Δεκεμβρίου του 1944 από όπου πήραν και το όνομα Δεκεμβριανά. Εγώ τότε και τώρα ακόμα, αυτά δεν τα πίστεψα ποτέ… Ήταν όμως η αρχή της λάσπης που ρίξαν στον απελευθερωτικό αγώνα μας. Ήταν δυστυχώς η αρχή. Γιατί με τα σύμφωνα, με τις αποφάσεις τους που πάρθηκαν στη Βάρκιζα, ο στρατός μας διαλύθηκε. Θυμάμαι τη μέρα εκείνη που ο καπετάνιος του Τάγματος μας κάλεσε και είμαστε έξω από την Αθήνα και μας είπε να παραδώσουμε τον οπλισμό μας, διαλύεται ο ΕΛΑΣ και ότι ο καθένας πρέπει να γυρίσει σπίτι του. Από αυτή τη στιγμή είσαστε πολίτες. Και κείνη τη στιγμή άνοιξε ένας λάκκος όπου πετάξαμε τον αγώνα μας μαζί με την περηφάνια ενός στρατού που άφησε εκεί στα λαγκάδια, στα βουνά εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες θύματα και νεκρούς και τραυματίες και ανάπηρους. Και αυτοί όλοι τώρα περιφρονημένοι από την πολιτεία διώχνονταν σαν κοινοί εγκληματίες, από ποιους; Απ’ αυτούς που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, για να σώσουν το κεφάλι τους, πήγαν μακριά από τη φωτιά να πολεμήσουν δήθεν από κει τον εχθρό. Εξασφαλισμένοι και μακριά».

Η κατάταξή του στον ελληνικό στρατό το 1947, που τον έφερε απέναντι στον Δημοκρατικό Στρατό στον εμφύλιο, ίσως «ξενίσει» και πολύ λογικά τον αναγνώστη. Πώς γίνεται ένας καπετάνιος του ΕΛΑΣ και μέλος του ΚΚΕ να βρεθεί στην ίδια πλευρά με τους ταξικούς εχθρούς, αυτούς που κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής έφυγαν για «να σώσουν το κεφάλι τους»; Μέσα από την αφήγηση του συγγραφέα, γίνεται φανερό ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα της ήττας και της απογοήτευσης που ακολούθησε τη Βάρκιζα και της πολιτικής εγκατάλειψης που επεφύλαξε η ηγεσία του κόμματος σε πολλούς αγωνιστές του, ειδικά σε όσους διαφώνησαν με τη συμφωνία. «Απαίσιος εμφύλιος» και «κακοτυχία» είναι οι λέξεις με τις οποίες χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο της ζωής του ο ίδιος.

Η κρίσιμη στιγμή, η επαναστατική ευκαιρία, είχε χαθεί το Δεκέμβρη του ’44. Γι’ αυτό και δεν έχει άδικο όταν γράφει ότι θεωρούσε το «δεύτερο αντάρτικο» ένα «ανόητο εγχείρημα που δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί σε καμία περίπτωση», ότι ο κόσμος «δεν ήθελε άλλο πόλεμο, από οπουδήποτε προήρχετο αυτός και για οποιοδήποτε σκοπό γινόταν». Κάνει λάθος όμως όταν λέει ότι ίσως τελικά «δεν έπρεπε ένας απελευθερωτικός αγώνας να βαπτισθεί σοσιαλιστικός». Ο αγώνας ήταν σοσιαλιστικός. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε την ηγεσία που άξιζαν άνθρωποι σαν τον Σαμουήλ Μιζάν.