Άρθρο
Η Αριστερά και το μεταβατικό πρόγραμμα

Πανεργατική 2011

Υπάρχει μια μεγάλη επαναστατική παράδοση για το πώς γεφυρώνονται τα άμεσα αιτήματα των εργατών με την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει την επικαιρότητα της.

 

Η ανάγκη για τη διατύπωση «μεταβατικών» προγραμμάτων και αιτημάτων εμφανίζεται σε περιόδους βαθιάς κοινωνικής κρίσης. Δηλαδή σε περιόδους που οι ανάγκες του καπιταλισμού και οι ανάγκες των εκμεταλλευόμενων βρίσκονται σε προφανή σύγκρουση, αλλά, ταυτόχρονα, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης δεν έχει κερδηθεί στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του αστικού κράτους. Το επαναστατικό κόμμα, χρειάζεται να ρίξει μια «γέφυρα» ανάμεσα σε αυτές τις ανάγκες και τους αγώνες που γεννούν με το μέλλον. Ο κλασσικός ορισμός για το «μεταβατικό πρόγραμμα» είναι του Λέον Τρότσκι, και περιέχεται σε ένα κείμενο του 1938:


«Είναι ανάγκη να βοηθήσουμε τις μάζες, στο προτσές της καθημερινής πάλης, να βρουν τη γέφυρα που ενώνει τις σημερινές διεκδικήσεις τους με το σοσιαλιστικό πρόγραμμα της επανάστασης. Η γέφυρα αυτή πρέπει να περιλαμβάνει ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που θα ξεκινούν από τις σημερινές συνθήκες κι από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και θα οδηγούν αμετάκλητα σε ένα και μόνο τελικό συμπέρασμα: την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο».1


Όμως, ο Τρότσκι στηριζόταν σε μια ολόκληρη παράδοση του επαναστατικού κινήματος όταν διατύπωνε αυτό το «μεταβατικό πρόγραμμα».


Οι Μαρξ/Ένγκελς κι οι «μικροαστοί δημοκράτες»


Ο Μαρξ προσπάθησε να διατυπώσει μια τέτοια γραμμή στη σχετικά άγνωστη σήμερα Εισήγησή του στην Κ.Ε της Ένωσης των Κομμουνιστών τον Μάρτη του 1850. Δεν χρησιμοποιεί την λέξη «μεταβατικό/α» για το πρόγραμμα ή τα αιτήματα που διατυπώνει, αλλά η «λογική» είναι αυτή. Στηρίζεται στην εκτίμηση ότι το κύμα των επαναστάσεων που ξεκίνησε το 1848 θα αναζωογονηθεί (σ’ αυτό διαψεύστηκε) και ότι στην πρώτη φάση του θα φέρει στην εξουσία όχι την εργατική τάξη αλλά τους «μικροαστούς δημοκράτες». Οι κομμουνιστές:


«Πρέπει να ωθούν τις προτάσεις των δημοκρατών στη λογική τους κατάληξη... και να τις μετατρέπουν σε απευθείας επιθέσεις στην ατομική ιδιοκτησία. Αν, για παράδειγμα, οι μικροαστοί προτείνουν την εξαγορά των σιδηροδρόμων και των εργοστασίων, οι εργάτες πρέπει να απαιτήσουν αυτοί οι σιδηρόδρομοι και τα εργοστάσια απλά να κατασχεθούν από το κράτος χωρίς αποζημίωση, ως ιδιοκτησία των αντιδραστικών… Αν οι δημοκράτες ζητούν τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους, τότε οι εργάτες πρέπει να απαιτούν την εθνική χρεοκοπία [δηλαδή τη διαγραφή του, Λ.Μ.]. Δηλαδή, τα αιτήματα των εργατών θα πρέπει να προσαρμόζονται στα μέτρα και τις παραχωρήσεις των δημοκρατών».2


Το κριτήριο είναι οι εργάτες να: «αποκτούν συνείδηση των ταξικών τους συμφερόντων, υιοθετώντας όσο συντομότερα γίνεται μια ανεξάρτητη ταξική στάση». Ο Μαρξ δεν διατυπώνει ένα «κυβερνητικό πρόγραμμα», μετάβασης στο σοσιαλισμό. Διατυπώνει ένα πρόγραμμα δράσης για το εργατικό κίνημα.


Αυτή η λογική διατρέχει, 25 χρόνια μετά και την πολύ πιο γνωστή Κριτική του Προγράμματος της Γκότα – δηλαδή του προγραμματικού κειμένου που θα ενέκρινε το ενοποιητικό συνέδριο των δυο σοσιαλιστικών κομμάτων της Γερμανίας. Ο Μαρξ επιφυλάσσει μερικές από τις πιο άγριες επικρίσεις του για το αίτημα που απαιτεί «συνεταιρισμούς με κρατική βοήθεια» από τους οποίους «θα ξεπηδήσει… η σοσιαλιστική οργάνωση της συνολικής εργασίας».3


Κι όμως, δέκα χρόνια πριν ο ίδιος ο Μαρξ στην Ιδρυτική Διακήρυξη της Πρώτης Διεθνούς χαιρέτιζε την λειτουργία συνεταιριστικών εργοστασίων και του συνεταιριστικού κινήματος ως «μεγάλη νίκη της πολιτικής οικονομίας της εργασίας απέναντι στην πολιτική οικονομία της ιδιοκτησίας» και υποστήριζε ότι η συνεταιριστική εργασία «πρέπει ν' αναπτυχθεί σε εθνικές διαστάσεις και να προαχθεί με εθνικά μέσα» (δηλαδή κρατικά).4


Ο Μαρξ δεν έχει αλλάξει άποψη όταν κριτικάρει το Πρόγραμμα της Γκότα. Το 1864 επικροτούσε μια νίκη του εργατικού κινήματος, ένα βήμα που αποδείκνυε στην πράξη ότι «η παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα και σε αρμονία με τις επιταγές της σύγχρονης επιστήμης, μπορεί να πάει μπροστά χωρίς την ύπαρξη μιας τάξης αφεντικών (masters) που χρησιμοποιεί μια τάξη εργατών». Το 1875 καταπολεμάει την αυταπάτη ότι το υφιστάμενο κράτος μπορεί να γίνει όργανο μετάβασης στο σοσιαλισμό.


Ο Λένιν και ο «κρίκος»


Διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι έδωσαν τη μάχη τους το 1917 με απλά και ευκόλως κατανοητά συνθήματα (ειρήνη, γη, ψωμί και τον εργατικό έλεγχο ως συμπλήρωμα) χωρίς ρητές αναφορές στον σοσιαλισμό. Η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να βρει αντίστοιχους «κρίκους» σήμερα, λέει αυτή η άποψη, χωρίς σεκταριστικές εμμονές στον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα της ανατροπής. Ιστορικά, καταρχήν, αυτή η επιχειρηματολογία στέκεται σε σαθρά θεμέλια.


Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι τα παραπάνω συνθήματα αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο με ένα τέταρτο: «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», δηλαδή τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών. Το πρώτο σοβιέτ είχε εμφανιστεί στην επανάσταση του 1905 και στην επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 επανεμφανίστηκαν σε ακόμα μεγαλύτερη ποσότητα και ποιότητα. Αυτά τα όργανα αγώνα και εξουσίας ήταν για τον Λένιν η ενσάρκωση του «κράτους-κομμούνα» που έπρεπε να στήσουν οι εργάτες στα ερείπια του αστικού κράτους. Όμως, αυτό δεν ήταν δεδομένο.


Ο Λένιν έδωσε την πιο σκληρή μάχη με τις Θέσεις του Απρίλη5 για να κερδίσει το κόμμα στην προοπτική της εργατικής εξουσίας και όχι της μετατροπής του ίδιου και των σοβιέτ σε εξάρτημα ή αριστερή πτέρυγα του «πιο δημοκρατικού καθεστώτος στον κόσμο» που είχε διαμορφωθεί μετά την Επανάσταση του Φλεβάρη του 1917. Η κατάσταση «δυαδικής εξουσίας» (σοβιέτ-προσωρινή κυβέρνηση) δεν μπορούσε να διαρκέσει εις το διηνεκές, να θεσμοθετηθεί. Ενάμιση χρόνο μετά, τα εργατικά συμβούλια στην Γερμανία θα υπέκυπταν ακριβώς σ’ αυτήν την πίεση.


Ένα από τα κείμενα του Μαρξ που ο Λένιν γνώριζε κυριολεκτικά «απέξω» ήταν εκείνο του 18506 και σε όλες τις στροφές που χρειάστηκε να κάνει το επαναστατικό κόμμα εκείνη την περίοδο, αυτό που παρέμενε σταθερό ήταν η επιδίωξη για «ανεξάρτητη ταξική στάση του προλεταριάτου» μέχρι την στιγμή της κατάληψης της εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα με αυτή την εσωκομματική μάχη ο Λένιν συνεχίζει την εργασία που είχε ξεκινήσει από το 1916 και που θα πάρει τη μορφή του πασίγνωστου βιβλίου Κράτος και Επανάσταση, λίγους μήνες μετά.


Φυσικά κι οι μπολσεβίκοι δεν έθεταν στόχο το «χτίσιμο του σοσιαλισμού» στην Ρωσία του 1917. Γενικά, η «θεωρία» ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να χτιστεί και να θριαμβεύσει σε μια χώρα, και μάλιστα τόσο καθυστερημένη όσο η Ρωσία των αρχών του περασμένου αιώνα, ήταν η ιδεολογία της γραφειοκρατίας που έπνιξε την επανάσταση τα επόμενα χρόνια. Αυτό που επεδίωξαν συστηματικά ήταν η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα για να ξεκινήσει το χτίσιμο της νέας κοινωνίας. Μεταβατική κοινωνία ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό μπορεί να υπάρξει και να πάρει πολλές μορφές, «μεταβατικό κράτος» όχι.


Αυτό είχε κατά νου ο Λένιν όταν παραμονές της επανάστασης του Οκτώβρη έγραφε μια μπροσούρα με τίτλο Η Καταστροφή που μας απειλεί και πως πρέπει να την Καταπολεμήσουμε. Σ’ αυτήν βρίσκεται συμπυκνωμένο το «μεταβατικό πρόγραμμα» των μπολσεβίκων. Για ένα ζήτημα που σήμερα έχει αποκτήσει μια πιεστική επικαιρότητα, είχε να προτείνει τα εξής, όχι στην «αριστερή κυβέρνηση» της εποχής του αλλά στο κίνημα:


«Για να αντιμετωπιστεί σοβαρά το δημοσιονομικό ξεχαρβάλωμα και η αναπόφευκτη δημοσιονομική κατάρρευση, δεν υπάρχει άλλος δρόμος, εκτός από την επαναστατική ρήξη με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και την οργάνωση ενός πραγματικά δημοκρατικού ελέγχου, δηλ. ‘από τα κάτω’, ελέγχου πάνω στους καπιταλιστές από μέρους των εργατών και των φτωχών αγροτών…


Οι οργανωμένοι σε ενώσεις εργάτες και αγρότες, εθνικοποιώντας τις τράπεζες, καθιερώνοντας με νόμο για όλους τους πλούσιους την υποχρεωτική κυκλοφορία επιταγών, καταργώντας το εμπορικό απόρρητο, εφαρμόζοντας τη δήμευση της περιουσίας για την απόκρυψη εισοδημάτων κτλ, θα μπορούσαν με εξαιρετική ευκολία να κάνουν τον έλεγχο και πραγματικό και καθολικό, τον έλεγχο ακριβώς πάνω στους πλούσιους, ένα τέτοιο ακριβώς έλεγχο που θα επέστρεφε στο δημόσιο ταμείο τα χαρτονομίσματα που εκδίδει, παίρνοντάς τα πίσω από εκείνους που τα έχουν, από εκείνους που τα κρύβουν»».7


Και θέτει αμέσως μετά το ερώτημα: «Μπορούμε να πάμε μπροστά, αν φοβόμαστε να βαδίσουμε προς τον σοσιαλισμό;»


Η Κομιντέρν τα μεταβατικά αιτήματα και το ενιαίο μέτωπο


Τα παραπάνω μας χρειάζονται για να θέσουμε την συζήτηση που διεξήχθη στα πρώτα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς στο πραγματικό της πλαίσιο. Τότε είναι η πρώτη φορά που γίνεται ρητή αναφορά σε «μεταβατικά αιτήματα» και «προγράμματα». Κι αυτή η προσπάθεια ήταν αξεχώριστη με την πολιτική του ενιαίου μετώπου που διαμορφωνόταν το ίδιο διάστημα. Τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα βρίσκονταν μπροστά στην πρόκληση της χάραξης μιας ενεργητικής πολιτικής που θα κέρδιζε, μέσα από τη δράση κι όχι τις εκκλήσεις, στο επαναστατικό στρατόπεδο τα κομμάτια της εργατικής τάξης που ακολουθούσαν τα ρεφορμιστικά κόμματα.


Η Γερμανία ήταν το σημείο που πρωτοεμφανίστηκε αυτή η τακτική. Ήδη τον Οκτώβρη του 1921 στο προσχέδιο του προγράμματος του KPD που κατέθεσε για συζήτηση η ηγεσία του, γινόταν λόγος για την ανάγκη «μεταβατικών αιτημάτων» ώστε το επαναστατικό κόμμα βασιζόμενο στους «μερικούς αγώνες» και τις «μερικές διεκδικήσεις» να προσφέρει τη γέφυρα για «το ανέβασμα της συνείδησης του προλεταριάτου».8


Ένα περιεκτικό ορισμό για το τι εννοούσαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα με τα «μεταβατικά» αιτήματα, τον έδωσαν οι Θέσεις για την Τακτική του Τρίτου Συνεδρίου της Κομιντέρν:


«Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν προτείνουν κανένα μίνιμουμ πρόγραμμα που θα χρησιμεύσει στην ενίσχυση και βελτίωση των κλονιζόμενων θεμελίων του καπιταλιστικού συστήματος. Η καταστροφή αυτού του συστήματος παραμένει ο κύριος σκοπός τους. Αλλά για να τον πραγματοποιήσουν, τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να προτείνουν διεκδικήσεις που να εκφράζουν τις άμεσες ανάγκες της εργατικής τάξης. Οι κομμουνιστές πρέπει να οργανώσουν μαζικές καμπάνιες και παλέψουν γι’ αυτές τις διεκδικήσεις ανεξάρτητα από το εάν αυτές συμβιβάζονται με τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος. Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να ασχολούνται με τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστική ικανότητα της καπιταλιστικής βιομηχανίας, αλλά με τη φτώχεια του προλεταριάτου που δεν πρέπει και δεν μπορεί να γίνει άλλο ανεχτή. …Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η Κομμουνιστική Διεθνής τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου, διεκδικήσεις που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα στάδια της πάλης για τη προλεταριακή δικτατορία».9


Φυσικά, αυτή η προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε με μερικές αποφάσεις συνεδρίων. Καταρχήν, γιατί παρόλη την εμπειρία που μετέφερε στις συζητήσεις της Κομιντέρν το μπολσεβίκικο κόμμα, η πολιτική του ενιαίου μετώπου ήταν κάτι το καινούργιο που έπρεπε να δοκιμαστεί στην πράξη. Επίσης, πολλές φορές αυτή η ασάφεια δημιουργούσε τα δικά της προβλήματα. Χαρακτηριστικό είναι το σύνθημα περί «εργατικής κυβέρνησης» του 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (1922) για το οποίο τόσο μελάνι έχει χυθεί τα τελευταία χρόνια. Περισσότερο μπέρδεψε πχ τους Γερμανούς κομμουνιστές, παρά τους βοήθησε.


Ο Γκράμσι του αντικαπιταλισμού


Παρόλα αυτά, η αιχμή ήταν ξεκάθαρη. Το 1926 ο Γκράμσι έγραφε τις «Θέσεις της Λυών» για το δεύτερο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Σ’ αυτό το κείμενο το ενιαίο μέτωπο και τα μεταβατικά/αιτήματα («ενδιάμεσα» στο κείμενο) αντιμετωπίζονταν υπό την οπτική γωνία της «οργάνωσης και κινητοποίησης της εργατικής τάξης» και της ικανότητάς της να ηγηθεί στην «αντιφασιστική και αντικαπιταλιστική πάλη». Κάθε τέτοιο αίτημα «πρέπει να είναι πάντα εμφανές στις μάζες ότι αν πραγματοποιούνταν, αυτό θα οδηγούσε σε μια επιτάχυνση της επαναστατικής διαδικασίας και στο ξεκίνημα μεγαλύτερων μαχών» μέχρι τη μεγαλύτερη, την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας. Ένα παράδειγμα:


«Στην αντιμοναρχική αγκιτάτσια, το ζήτημα της μορφής του κράτους, εξάλλου, θα τίθεται πάντα από το Κομμουνιστικό Κόμμα σε στενή σύνδεση με το ζήτημα του ταξικού περιεχομένου που οι κομμουνιστές σκοπεύουν να δώσουν στο Κράτος. Στο πρόσφατο παρελθόν (Ιούνιος 1925), η σύνδεση μεταξύ αυτών των ζητημάτων επιτυγχανόταν από το κόμμα βασίζοντας την πολιτική του δραστηριότητα στο σύνθημα: «Δημοκρατική Συνέλευση στη βάση των Εργατικών και Αγροτικών Επιτροπών· Εργατικός έλεγχος της βιομηχανίας - Γη στους αγρότες».10


Όταν ο Γκράμσι έγραφε αυτές τις γραμμές στην Ιταλία δεν εκτυλισσόταν κάποια επανάσταση ή επαναστατική κατάσταση, όπως το καλοκαίρι του 1917 στην Ρωσία. Όμως, το καθεστώς του Μουσολίνι δεν είχε σταθεροποιηθεί. Ο Γκράμσι διατύπωνε μια αντικαπιταλιστική στρατηγική (η λέξη εμφανίζεται κάμποσες φορές στο κείμενο) που θα επέτρεπε στην εργατική τάξη και το επαναστατικό της κόμμα να ηγηθεί στους αγώνες ενάντια στο καθεστώς, χωρίς να γίνεται ουρά των «φιλελεύθερων αστών» και να χτίσει τη δικιά της, ταξική εξουσία.


Τα Λαϊκά Μέτωπα


Η παράδοση που κυριάρχησε όμως στην Αριστερά από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 και μετά, ήταν διαφορετική. Ήταν η στρατηγική των Λαϊκών Μετώπων που διατυπώθηκε πανηγυρικά (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) από το Έβδομο Συνέδριο της Κομιντέρν το καλοκαίρι του 1935 και βρήκε εφαρμογή στις κυβερνήσεις των Λαϊκών Μετώπων στην Γαλλία και την Ισπανία την επόμενη χρονιά.


Στις αποφάσεις του συνεδρίου το «λαϊκό μέτωπο» παρουσιαζόταν σαν επέκταση του ενιαίου μετώπου∙ σαν διεύρυνσή του ώστε να περιλαμβάνει και τα «μεσαία στρώματα». Στα χαρτιά, το «αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο» θα στηριζόταν «στο προλεταριακό ενιαίο μέτωπο» και η εργατική τάξη θα ήταν «ηγετική δύναμη» σε αυτό.11 Από τότε, αυτό το «μοντέλο» έχει χρησιμοποιηθεί στις πιο διαφορετικές καταστάσεις και χώρες: ένα πλατύ μέτωπο με ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικών, που θα διεκδικεί την κυβέρνηση και θα έχει «σοσιαλιστικό ορίζοντα».


Τα Λαϊκά Μέτωπα δεν ήταν επέκταση του ενιαίου μετώπου, ήταν ανατροπή του. Δεν ήταν μέσο για την «οργάνωση και κινητοποίηση της εργατικής τάξης» ούτε εξασφάλιζαν την «ανεξάρτητη ταξική στάση του προλεταριάτου», γιατί ήταν μέτωπα ταξικής συνεργασίας με αστικά κόμματα – με κομμάτια της λεγόμενης δημοκρατικής αστικής τάξης.


Το πρόβλημα δεν ήταν στην «οπορτουνιστική» ερμηνεία των αποφάσεων του 7ου συνεδρίου από κάποιες ηγεσίες. Το πρόβλημα πήγαινε πολύ βαθύτερα. Ο Δημητρόφ, ο πρόεδρος της Κομιντέρν, τόνισε για παράδειγμα το εξής: «οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες είναι υποχρεωμένες σήμερα να διαλέξουν συγκεκριμένα όχι ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και την αστική δημοκρατία, αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό».12


Γιατί έπρεπε να «διαλέξουν» μόνο ανάμεσα σε αυτά τα δυο; Είναι αλήθεια ότι η πάλη για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων (όπου όσο υπήρχαν) κι ενάντια στη φασιστική χολέρα έπαιξαν ρόλο στη κινητοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση όχι μόνο της εργατικής τάξης αλλά και μεγάλων κομματιών των μικροαστών. Όμως, αυτό ήταν παντού η αρχή του δρόμου. Η εργατική τάξη έμπαινε στη μάχη για να απαντήσει στα χτυπήματα της καπιταλιστικής κρίσης και του φασισμού αλλά η δυναμική της κίνησής της ερχόταν σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό και το κράτος του.


Τα προγράμματα πάνω στα οποία χτίστηκαν τα Λαϊκά Μέτωπα (και όλες οι απομιμήσεις τους από τότε) δεν ήταν μεταβατικά όχι επειδή ήταν μετριοπαθή αλλά γιατί υποκαθιστούσαν την κίνηση της τάξης στην πάλη για τις ανάγκες και τα συμφέροντά της, με λύσεις «από τα πάνω». Και αντί να προσφέρουν γέφυρα από τις σημερινές διεκδικήσεις στο «σοσιαλιστικό πρόγραμμα της επανάστασης» όρθωναν ένα τοίχο ανάμεσά τους. Από αυτή την άποψη επρόκειτο για ριζική ρήξη με την παράδοση της Κομιντέρν, στα επαναστατικά χρόνια της.


Ο Τρότσκι και το μεταβατικό πρόγραμμα


Η στροφή της Κομιντέρν στη στρατηγική των Λαϊκών Μετώπων ξεκίνησε από την Γαλλία το 1934.13 Η απόπειρα της ακροδεξιάς να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια από την πολιτική και οικονομική κρίση τον Φλεβάρη εκείνης της χρονιάς, πυροδότησε την αντεπίθεση της εργατικής τάξης. Αυτό το κίνημα ανάγκασε τις ηγεσίες και των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών να αλλάξουν γραμμή, από τις αμοιβαίες καταγγελίες στο «ενιαίο μέτωπο».


Όμως, τι είδους ενιαίο μέτωπο ήταν αυτό; Ο Τρότσκι διαπίστωνε: «Ούτε οι σοσιαλιστές ούτε οι σταλινικοί χρησιμοποίησαν την ενότητα για να προωθήσουν στόχους πάλης αλλά, αντίθετα, κατεύθυναν όλη τους την ενεργητικότητα για να κάνουν τις μάζες χαρούμενες για το γεγονός ότι απλά επιτεύχθηκε. Χτες, ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν το σαμποτάρισμα του ενιαίου μετώπου. Σήμερα είναι οι αυταπάτες για το ενιαίο μέτωπο που είναι πολύ κοντά στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες: οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις, οι γεμάτες συναίσθημα ομιλίες, οι χειραψίες, η συμμαχία χωρίς επαναστατικό περιεχόμενο κι η προδοσία των μαζών».14 Οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες βρήκαν πολιτική και οργανωτική έκφραση στη συμμαχία με το αστικό κόμμα των Ριζοσπαστών που βαφτίστηκε Λαϊκό Μέτωπο.


Ο Τρότσκι δεν έμεινε στις διαπιστώσεις. Σε ένα κείμενο με τίτλο «Ένα Πρόγραμμα Δράσης για την Γαλλία», το καλοκαίρι του 1934 διατυπώνει ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» με οικονομικά και πολιτικά αιτήματα: από τον εργατικό έλεγχο στις επιχειρήσεις και την κατάργηση του «επιχειρηματικού απόρρητου» μέχρι την εθνικοποίηση των τραπεζών και τη διαγραφή των χρεών των φτωχών αγροτών, αλλά και αιτήματα όπως τη διάλυση της αστυνομίας, την κατάργηση της Γερουσίας και την απόκρουση των σχεδίων για «ισχυρή εξουσία του κράτους» που προωθούνταν εκείνο το διάστημα. Η Γαλλία συγκλονιζόταν από τα σκάνδαλα των πολιτικών και των κερδοσκόπων του χρηματιστήριου. Ο Τρότσκι απαντούσε:


«Εργοστασιακές επιτροπές, επιτροπές αγροτών, χαμηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων, ιδιωτικών υπαλλήλων, μπορούν πολύ εύκολα με τη βοήθεια έντιμων τεχνικών, μηχανικών, λογιστών που είναι πιστοί στον εργαζόμενο λαό, να καταργήσουν το ‘επιχειρηματικό απόρρητο’. Με αυτή τη μέθοδο μπορούμε να καθιερώσουμε τον δημόσιο έλεγχο στις τράπεζες, τη βιομηχανία και το εμπόριο».


Η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον καπιταλισμό συνδέονταν, με υποκείμενο τη αυτο-οργάνωση από τα κάτω:


«Συγκροτημένες σαν όργανα λαϊκής άμυνας ενάντια στο φασισμό, αυτές οι εργατικές και αγροτικές επιτροπές πρέπει να γίνουν, στην πορεία της πάλης, οργανισμοί άμεσα εκλεγμένοι από τις μάζες, όργανα εξουσίας των εργατών και των αγροτών. Με αυτό τον τρόπο θα ορθωθεί η εργατική εξουσία απέναντι στην καπιταλιστική, και θα θριαμβεύσει η Κομμούνα των εργατών και των αγροτών».15


Ένα «πρόγραμμα δράσης», όμως, χρειάζεται και την οργανωμένη δύναμη που μπορεί να το παλέψει μέσα στο κίνημα. Όμως, η τροτσκιστική οργάνωση στην Γαλλία ήταν πολύ μικρή, και πολύ προσκολλημένη σε μια προπαγανδιστική λειτουργία για να παίξει αυτό το ρόλο.
Το κείμενο που έγραψε το 1938 ο Τρότσκι με τίτλο Η Θανάσιμη Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της 4ης Διεθνούς (Το Μεταβατικό Πρόγραμμα) ήταν το προγραμματικό ντοκουμέντο που ψήφισε το ιδρυτικό συνέδριο της 4ης Διεθνούς στο Παρίσι εκείνη τη χρονιά. Ήταν κομμάτι της προσπάθειας του Τρότσκι να εξοπλίσει θεωρητικά τις μικρές δυνάμεις των επαναστατών που εκείνη ακριβώς την περίοδο υφίσταντο μια διπλή πίεση: μεγάλα κινήματα και επαναστάσεις είχαν οδηγηθεί στην ήττα (Γαλλία, Ισπανία) υπονομεύοντας την αυτοπεποίθηση των πιο προχωρημένων εργατών.


Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης ήταν ότι οι τεράστιοι μηχανισμοί των σταλινικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων επιβίωναν και δυνάμωναν, προκαλώντας ασφυξία στις μικροσκοπικές δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς. Μια παρενέργεια αυτής της πραγματικότητας ήταν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των τροτσκιστικών οργανώσεων έφτασε να αντιμετωπίζει εκείνο το μεταβατικό πρόγραμμα με θρησκευτική ευλάβεια και να θεωρεί την προπαγάνδα για τα αιτήματά του (ιδιαίτερα της εργατικής κυβέρνησης) σαν το κλειδί που μπορεί να ανοίξει όλες τις πόρτες.


Ο προσανατολισμός του Τρότσκι, ωστόσο, ήταν σταθερά επικεντρωμένος στα ζητήματα που άνοιγε η συλλογική δράση της εργατικής τάξης. Από κει αντλούσε τα υλικά για τις «γέφυρα» ανάμεσα στις σημερινές διεκδικήσεις και το σοσιαλιστικό πρόγραμμα της επανάστασης. Στην Γαλλία του 1936 αλλά και στις ΗΠΑ του 1936-37 η εργατική τάξη χρησιμοποίησε την κατάληψη του εργοστασίων στα μεγάλα της απεργιακά κινήματα. Ο Τρότσκι έγραφε το 1938, πατώντας πάνω σε αυτή την εμπειρία:


«Ανεξάρτητα από τα αιτήματα των απεργών, η προσωρινή κατάληψη των εργοστασίων δίνει ένα χαστούκι στο είδωλο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Κάθε απεργία με κατάληψη του εργοστασίου θέτει με έναν πρακτικό τρόπο το ερώτημα ποιος είναι ο κύριος του εργοστασίου: ο καπιταλιστής ή οι εργάτες; Αν η απεργία με την κατάληψη του εργοστασίου θέτει επεισοδιακά αυτό το ερώτημα, η εργοστασιακή επιτροπή δίνει στο ίδιο αυτό ερώτημα μια οργανωμένη έκφραση».16


Η ανάγκη και τα διλήμματα σήμερα


Χρειάζεται σήμερα ένα τέτοιο «μεταβατικό» πρόγραμμα το κίνημα που πάλεψε και ξεφορτώθηκε τους Σαμαροβενιζέλους; Η απάντηση είναι ναι, για δυο λόγους. Γιατί δίνει συγκεκριμένη απάντηση στο πώς θα ικανοποιηθούν οι ανάγκες και τα αιτήματα του κόσμου που βγήκε στο δρόμο και την απεργία τα προηγούμενα χρόνια. Για να γυρίσουν πίσω οι απολυμένοι, να πάρουμε πίσω μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές υπηρεσίες και δικαιώματα δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τις «μονομερείς ενέργειες»: τη διαγραφή του χρέους, τη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, την κρατικοποίηση των τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο.


Ένα τέτοιο πρόγραμμα γενικεύει τους αγώνες και τους δίνει την αυτοπεποίθηση που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις για «αυτοσυγκράτηση» και «ρεαλισμό» της Αριστεράς που διαχειρίζεται το αστικό κράτος και την κρίση του συστήματος.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα είναι η γέφυρα ανάμεσα στις σημερινές διεκδικήσεις και το «σοσιαλιστικό πρόγραμμα της επανάστασης». Γιατί καταρχήν, έχει στη καρδιά του τη συλλογική δράση της εργατικής τάξης κι όχι τις αυταπάτες για την πολιτική της σημερινής αριστερής κυβέρνησης ή μιας αυριανής «πραγματικά αριστερής». Οι εργάτες με τα ταξικά τους όπλα, την απεργία, τη διαδήλωση, την κατάληψη, θα επιβάλλουν τη διαγραφή του χρέους, την κρατικοποίηση των τραπεζών, τη νομιμοποίηση των μεταναστών αδελφών τους.

Ο εργατικός έλεγχος, «από τα κάτω»  – που έγραφε ο Λένιν –  είναι η απάντηση στους σημερινούς και αυριανούς εκβιασμούς της άρχουσας τάξης και των «θεσμών». Έτσι μπορεί να χτιστεί η δικιά τους εξουσία που θα αναμετρηθεί με την εξουσία των καπιταλιστών.
Δεν είναι δεδομένο ότι τα πράγματα θα πάρουν αυτή την κατεύθυνση. Η συνειδητή παρέμβαση των επαναστατών θα κρίνει σε κρίσιμο βαθμό την κατεύθυνση που θα πάρει η ταξική πάλη. Γι’ αυτό το λόγο έχει σημασία η επιμονή στον αντικαπιταλισμό. Κανένα πρόγραμμα, καμιά ενωτική παρέμβαση στο κίνημα δεν είναι «αντικειμενικά» σε «σοσιαλιστική κατεύθυνση» αν δεν μεταφράζεται στη συνειδητή στράτευση των πιο πρωτοπόρων και μαχητικών τμημάτων της εργατικής τάξης στην πάλη για την σοσιαλιστική επανάσταση.  

Σημειώσεις


1.    Λέον Τρότσκι Η Θανάσιμη Αγωνία του Καπιταλισμού και το Πρόγραμμα της Τέταρτης Διεθνούς (Το Μεταβατικό Πρόγραμμα), εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα 1985. Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.marxistbooks.gr/metavatiko_b.htm
2.     K. Marx F. Engels, Selected Works, Volume One (1845-1859) http://www.marxists.org/archive/marx/works/1847/communist-league/1850-ad1.htm
3.     Καρλ Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή 2008, σ.σ. 31-32.
4.     Karl Marx, Inaugural Address of the International Working Men’s Association, https://www.marxists.org/archive/marx/works/1864/10/27.htm
5.     Για τις Θέσεις του Απρίλη εκτός από το ίδιο το κείμενο (Σύγχρονη Εποχή 2012) βλέπε Τόνι Κλιφ, Λένιν 1914-1917 Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ, εκδ. Εργατική Δημοκρατία, κεφ. 7 Ο Λένιν επανεξοπλίζει το κόμμα
6.     August H Nimtz, Lenin’s Electoral Strategy, Palgrave-McMillan 2014, τόμος Ι, σελ. 54.
7.    Β. Ι Λένιν, Η Καταστροφή που μας απειλεί και πώς να την καταπολεμήσουμε, εκδόσεις Προγκρές 1984, σελ. 36 και 38.
8.    Pierre Broue, The German Revolution 1917-1923, Haymarket Books, Chicago 2006, σελ. 649.
9.    3η Διεθνής-Τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια, εκδόσεις Εργατική Πάλη, σελ. 269-270.
10.    Αντόνιο Γκράμσι, Οι Θέσεις της Λυών – Η ιταλική κατάσταση και τα καθήκοντα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2011, σ.σ. 55, 58, 59.
11.    Γ. Δημητρόφ, Ο Φασισμός, Πορεία 1975, σελ. 125.
12.    Δημητρόφ, οπ, σελ.136
13.    Για μια σύντομη παρουσίαση βλέπε Λ. Μπόλαρης, «Η Στροφή στα Λαϊκά Μέτωπα», Σοσιαλισμός από τα Κάτω τεύχος 102 (Γενάρης-Φλεβάρης 2014) http://www.socialismfrombelow.gr/article.php?id=45
14.     Writings of Leon Trotsky (1934-35), Pathfinder2002, σελ. 41
15.     Writings of Leon Trotsky, οπ, σ.σ. 21-32, https://www.marxists.org/archive/trotsky/1934/06/paf.htm
16.    Τρότσκι, Η Θανάσιμη Αγωνία, οπ.