Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: Αντρές Ρουτζέρι, μετάφραση Θοδωρής Καρυώτης - Οι ανακτημένες επιχειρήσεις της Αργεντινής

Αναζητήσεις εργατικού ελέγχου

 

Οι καταλήψεις των εργοστασίων στην Αργεντινή έγιναν γνωστές διεθνώς κυρίως χάρη στο ντοκιμαντέρ «Η κατάληψη» της Ναόμι Κλάιν και πρόσφεραν μεγάλη έμπνευση στο κίνημα κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Ποια είναι όμως η συνέχεια αυτού του κινήματος μετά την εξέγερση του 2001; Το βιβλίο του Α. Ρουτζέρι (σε άψογη μετάφραση και επιμέλεια από την ομάδα που ανέλαβε την έκδοσή του) παρουσιάζει τις συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκαν και λειτουργούν οι ανακτημένες επιχειρήσεις και διερευνά τις δυνατότητες και τα όριά τους. Η έκδοση συμπληρώνεται από ένα πολύ ενδιαφέρον «υστερόγραφο» του Μάκη Αναγνώστου από το σωματείο της ΒΙΟΜΕ στη Θεσσαλονίκη, που παρουσιάζει τους αγώνες του χώρου, από την ίδρυση του σωματείου μέχρι την κατάληψη του εργοστασίου.


Το φαινόμενο των καταλήψεων των εργοστασίων στην Αργεντινή είναι άμεσα συνδεδεμένο με το μαζικό κλείσιμο εργοστασίων και το πέρασμα εκατομμυρίων εργαζομένων στην ανεργία. Πολλοί καπιταλιστές χρησιμοποίησαν μια σειρά από τεχνάσματα για να εγκαταλείψουν τις επιχειρήσεις τους με ελάχιστο κόστος, σε βάρος των εργαζομένων. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, οι ανακτημένες επιχειρήσεις δεν ήταν εγκεφαλικό κατασκεύασμα κάποιων ρομαντικών υποστηρικτών της αυτοδιαχείρισης, αλλά καρπός του αγώνα των εργατών να μη χάσουν τη δουλειά τους. Ο ίδιος ο όρος «ανακτημένες επιχειρήσεις» χρησιμοποιείται από τους εργαζόμενους σ’ αυτές για να δηλώσουν την «ανάκτηση» της πηγής εργασίας τους. Το πιο ωραίο κομμάτι του βιβλίου είναι ακριβώς εκείνο που περιγράφει τις εμπειρίες κατάληψης και αντίστασης των εργαζομένων (με πρωταγωνιστικό πολλές φορές τον ρόλο των γυναικών) απέναντι στις αδίστακτες πρακτικές της εργοδοσίας. Η επιτυχία αυτών των μαχών δεν ήταν σε καμία περίπτωση δεδομένη εκ των προτέρων και στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην αλληλεγγύη της υπόλοιπης εργατικής τάξης, των κινημάτων και της γειτονιάς.


Μετά την πρώτη περίοδο κινηματικής έκρηξης που ακολούθησε την εξέγερση, με αφετηρία την κυβέρνηση Κίρσνερ ξεκίνησε μια νέα περίοδος εκβιομηχάνισης. Η νέα κυβέρνηση αποσύνδεσε το πέσο από το δολάριο και έβαλε ξανά τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης αλλά με μεγάλες απώλειες για το εργατικό εισόδημα. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση ενσωμάτωσε τις ανακτημένες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της εθνικής οικονομίας με τη μορφή εργατικών συνεταιρισμών. Έτσι, «αφενός μειώθηκε ο ρυθμός των νέων καταλήψεων αλλά και η ένταση των εργασιακών συγκρούσεων, αφετέρου ο αγώνας για την επιβίωσή τους δεν περνούσε πλέον μέσα από την πολιτική κινητοποίηση, τη δημιουργία δικτύου αλληλεγγύης και τα αιτήματα προς το κράτος, αλλά μέσα από την εδραίωση των παραγωγικών μονάδων στην αγορά και την αναζήτηση στρατηγικών τέτοιων που να εξασφαλίζουν την οικονομική επιτυχία. Οι Αν. Επ. αναγκάστηκαν να γίνουν ανταγωνιστικές στο πλαίσιο της αγοράς» (σελ. 76). Μ’ αυτόν τον τρόπο, το κράτος ενέταξε τις ανακτημένες επιχειρήσεις στον τομέα της «κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας» που, όπως σωστά υπογραμμίζει ο Ρουτζέρι, αυτοπροσδιορίζεται ως μη κρατικός και μη ιδιωτικός, ενώ στην πράξη κινείται με τη λογική της καπιταλιστικής οικονομίας. Εξάλλου, ακριβώς επειδή ο εργατικός έλεγχος σ’ αυτές τις επιχειρήσεις περιορίζεται στην παραγωγή και δεν επεκτείνεται στη διαχείριση των προϊόντων, οι εργάτες εξακολουθούν να είναι εξαρτημένοι για τη διανομή, την πώληση, την αγορά πρώτων υλών κλπ από το κεφάλαιο.


Απέναντι σ’ αυτές τις δυσκολίες, η εναλλακτική προοπτική που προτείνει ο συγγραφέας είναι «μια κυβερνητική πολιτική που να ενισχύει αυτό το σημαντικό σύνολο εμπειριών εργατικής αυτοδιαχείρισης και να συμβάλει στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών» (σελ. 26). Ως τότε, αρκείται στην (εμπνευσμένη από το ρεύμα της «Αυτονομίας») δημιουργία «ρωγμών» στο καπιταλιστικό οικοδόμημα, ταυτίζοντας οποιαδήποτε προοπτική κατάληψης της κεντρικής εξουσίας με την κρατικιστική κληρονομιά του σταλινισμού. Ωστόσο, οι προσπάθειες να δημιουργηθούν νησίδες κάποιου άλλου τρόπου παραγωγής μέσα σ’ ένα σύστημα που από τη φύση του είναι ενάντια σε τέτοιου είδους λειτουργίες είναι καταδικασμένες στο μαρασμό ή στην ενσωμάτωση.


Άλλωστε, τέτοιες διαδικασίες δεν συμβαίνουν για πρώτη φορά. Στη δεκαετία του ’70, η αναζωπύρωση του κινήματος που έφερε ο γαλλικός Μάης, αλλά και η εμφάνιση της καπιταλιστικής κρίσης που ξαναζωντάνεψε τον κίνδυνο της ανεργίας, είχε δημιουργήσει ανάλογα φαινόμενα. Οι εργάτες της βιομηχανίας ρολογιών Lip στη Γαλλία είχαν λειτουργήσει το εργοστάσιο για πάνω από ένα χρόνο, αλλά η προσπάθειά τους παράκμασε εξαιτίας των πιέσεων της αγοράς. Την έμπνευση από τις πρωτοβουλίες αυτοδιαχείρισης την καρπώθηκαν τα σοσιαλιστικά κόμματα από το Μιτεράν μέχρι τον Α. Παπανδρέου, δίνοντάς της όμως ένα τελείως διαφορετικό περιεχόμενο. Στη θέση της αυτενέργειας της εργατικής τάξης μπήκε η συμμετοχή στη διοίκηση των επιχειρήσεων που μετέφερε τα βάρη των (συνήθως «προβληματικών») επιχειρήσεων στους ίδιους τους εργάτες.


Αντίθετα, οι επαναστατικές εμπειρίες του 20ου αιώνα, από τα σοβιέτ στη Ρωσία του 1905 και του 1917 και τη Γερμανία του 1918 ως τις εργατικές επιτροπές στο Τορίνο του 1919 σύνδεσαν τον εργατικό έλεγχο σε κάθε επιχειρησιακή μονάδα με την προοπτική της κατάληψης της κεντρικής εξουσίας από την εργατική τάξη. Αυτή η αντιμετώπιση δεν ανοίγει το δρόμο στη γραφειοκρατικοποίηση ούτε εννοεί ότι ο εργατικός έλεγχος θα επιβληθεί παντού ταυτόχρονα. Σημαίνει ότι η επιτυχία του θα κριθεί από την εξάπλωση της αμφισβήτησης του «ιερού» δικαιώματος των καπιταλιστών στην ιδιοκτησία και τον έλεγχο της παραγωγής και διανομής των αγαθών. Με τα λόγια του Μάκη Αναγνώστου, «ελπίζουμε, όσο προχωρούμε, να μεγαλώνει αυτή η μπάλα και να μπαίνουν και άλλα εργοστάσια στη διαδικασία … Αν αυτό το ανάγουμε σε μεγαλύτερη κλίμακα, δηλαδή αν το σύνολο της παραγωγής αρχίσει να λειτουργεί με τέτοιους όρους, τότε θα δούμε ότι και η οικονομική εξουσία μπορεί να περάσει σε άλλα χέρια, να έχει καλύτερους όρους αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου και να είναι πιο δίκαια. Με την ελπίδα πως μπορεί να έρθει η πολυπόθητη εργατική εξουσία».