Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: Κέβιν Όβεντεν - ΣΥΡΙΖΑ

Το βιβλίο του Κέβιν Όβεντεν για τον ΣΥΡΙΖΑ εκδόθηκε στα αγγλικά αμέσως μετά την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, αλλά κυκλοφόρησε στην Ελλάδα φέτος την άνοιξη. Στο διάστημα που μεσολάβησε, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο υποτάχθηκε στις απαιτήσεις της τρόικας-κουαρτέτου, αλλά υπέγραψε και το νέο ρατσιστικό «Μνημόνιο», τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Ωστόσο, η συζήτηση για τα αίτια της ανόδου και της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ανοιχτή και κρίσιμη για το μέλλον του κινήματος και της Αριστεράς. Το βιβλίο συμβάλλει σημαντικά σ’ αυτήν ξεπερνώντας αναλύσεις που μιλάνε για ελληνική ιδιαιτερότητα ή περιορίζονται στην περιγραφή του κάθε «κρίσιμου Eurogroup». Η αφετηρία της ανάλυσης του Όβεντεν είναι ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε στις μάχες του κινήματος. Γι’ αυτό εστιάζει το ενδιαφέρον του στο ρόλο της ταξικής πάλης, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.

Στην εποχή της κρίσης και των Μνημονίων, οι μάχες των απλών ανθρώπων ενάντια στη λιτότητα καθόρισαν και τις πολιτικές αναζητήσεις τους. Οι γενικές απεργίες, οι πλατείες, η Κερατέα και οι Σκουριές, η κατάληψη της ΕΡΤ και τα πειράματα εργατικού ελέγχου (και όχι «υπαλληλικού ελέγχου» ή «υπαλληλικής διοίκησης» όπως λανθασμένα μεταφράζονται) υπήρξαν κρίσιμοι σταθμοί σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Αυτές οι κινητοποιήσεις προκάλεσαν την κρίση του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης που ως τότε έμοιαζε ακλόνητο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι μετακινήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ «όχι όμως απ’ το σαλόνι του σπιτιού τους, παρακολουθώντας τη στάση των αρχηγών και κρίνοντας αναλόγως. Το είχαν κάνει μέσα από τους αγώνες πέντε ετών» (σελ. 105).

Δεν ήταν όμως μόνο οικονομικές οι μάχες που δόθηκαν. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει ο συγγραφέας και στην πάλη ενάντια στο ρατσισμό και τους φασίστες (δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο αφιερώνεται στον Παύλο Φύσσα και τον Σαχζάτ Λουκμάν). Και σ’ αυτήν την περίπτωση, οι αγώνες της τελευταίας πενταετίας δεν προήλθαν από παρθενογένεση. Ο Όβεντεν θυμίζει την αντίδραση της Πακιστανικής Κοινότητας και του κινήματος αλληλεγγύης στις απαγωγές των Πακιστανών το 2005, που βασίστηκε στις κατακτήσεις του αντιπολεμικού κινήματος το 2003 και υπήρξε καθοριστική για να απαντηθεί η ισλαμοφοβική εκστρατεία από τα πρώτα της βήματα. Η κυρίαρχη τάξη έπαιξε πολύ πιο έντονα το χαρτί του ρατσισμού στην περίοδο της κρίσης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το κυνήγι των οροθετικών γυναικών: την ώρα που η κυβέρνηση Παπαδήμου επέβαλλε το δεύτερο Μνημόνιο, «ο Λοβέρδος και οι φίλοι του έπαιρναν με τη σειρά τα κανάλια για να σπείρουν έναν προσεκτικά μελετημένο και άκρως κυνικό ρατσιστικό πανικό» (σελ. 125). Αντίστοιχα, η είσοδος της Χρυσής Αυγής στη Βουλή ερμηνεύεται με βάση τη δυνατότητά της να ελέγξει περιοχές όπως ο άγ. Παντελεήμονας και να οργανώσει πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας (Μάης 2011), με τη συνεργασία της Αστυνομίας, την ανοχή των δικαστικών αρχών και την ιδεολογική ενίσχυση των συστημικών κομμάτων και ΜΜΕ. Το γεγονός ότι η ρατσιστική αφήγηση και οι φασίστες δεν ηγεμόνευσαν οφείλεται στους διαρκείς αγώνες εναντίον τους, στους οποίους πρωτοστάτησε η αντικαπιταλιστική αριστερά. Η ανάδειξη της Λεπέν και η περιθωριοποίηση της Αριστεράς στη Γαλλία δείχνουν μια εφιαλτική εκδοχή ενός εναλλακτικού σεναρίου.

Ποιά ήταν όμως η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με το κίνημα και ποια η πρακτική του ως κυβέρνηση; Ο συγγραφέας θυμίζει εύστοχα ότι οι βάσεις για την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως εναλλακτικής λύσης απέναντι στο παλιό πολιτικό σύστημα μπήκαν όταν ο ΣΥΝ επέλεξε να εγκαταλείψει τη γραμμή Δαμανάκη και να προσανατολιστεί στα κινήματα, από τη Γένοβα και τα αντιπολεμικά του 2003 ως τις φοιτητικές καταλήψεις του 2006-2007 και το Δεκέμβρη του 2008. Αυτή η αλλαγή του επέτρεψε να γίνει ο βασικός εκφραστής τους στις εκλογές: «Ο Συνασπισμός δεν ήταν η μόνη – ούτε η πρώτη – δύναμη της ελληνικής αριστεράς που έκανε μια τέτοια στροφή και αγκάλιαζε τα κινήματα. Ήταν όμως η μοναδική που είχε εμπειρία στην επίσημη πολιτική σκηνή, δηλαδή στο κοινοβούλιο και στην εκλογική αρένα» (σελ. 53). Αυτή η επιλογή χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ και στην περίοδο της κρίσης, όταν στήριξε το κίνημα ενάντια στα Μνημόνια δεσμευόμενος ταυτόχρονα ότι δεν θα έρθει σε ρήξη με το σύστημα και με την «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας. Πολλές φορές αυτή η επιλογή δικαιολογείται με βάση το επίπεδο συνείδησης του κόσμου. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Όβεντεν στον απολογισμό του οχταμήνου της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, «η λαϊκή στήριξη κορυφωνόταν όταν η κυβέρνηση σκλήραινε τη στάση της απέναντι στους δανειστές, παρότι η λογική συνέπεια μιας τέτοιας στάσης οδηγούσε προς την απειλή της χρεοκοπίας και της εξόδου [απ’ το Ευρώ], στις οποίες το ίδιο κοινό έλεγε ότι αντιτίθεται» (σελ. 197). Άλλωστε, πριν από τη συνθηκολόγηση με τα γεράκια της ΕΕ και του ΔΝΤ τον Ιούλη, προηγήθηκε η συνθηκολόγηση τόσο με το εγχώριο κεφάλαιο, όσο και με το «βαθύ κράτος» (όπως φαίνεται από την υπουργοποίηση των Πανούση, Κοτζιά και Καμμένου σε νευραλγικά πόστα).

Οκτώ μήνες μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη, η ανάλυση του Κέβιν Όβεντεν δείχνει προς μία κατεύθυνση που επιβεβαιώνεται. Η οικονομική και η πολιτική κρίση δεν έχουν τελειώσει και οι αγώνες συνεχίζονται. Όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο διάσημος δημοσιογράφος Πολ Μέισον, «οι αληθινοί ήρωες του ΟΧΙ ήταν οι απλοί άνθρωποι που αψήφησαν τα κανάλια και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που προσπάθησαν να προκαλέσουν λιμοκτονία, και τώρα θα κάνουν το ίδιο με διάφορους τρόπους». Το βιβλίο του Όβεντεν, γραμμένο με κατανοητή γλώσσα και χωρίς δύσκολη ορολογία, αξίζει να διαβαστεί πλατιά, ειδικά απ’ αυτούς τους ανθρώπους.