Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Η Ελληνική Επανάσταση 1821-1830"

Η Ελληνική Επανάσταση 1821-1830
Πέτρος Θ. Πιζάνιας 

271 σελίδες, Τιμή 16 €
Βιβλιοπωλείον της Εστίας 

 

Το βιβλίο του Π. Πιζάνια είναι ένα βιβλίο που έλειπε από την πλούσια παραγωγή τίτλων στα διακόσια χρόνια από το 1821. Στα έξι κεφάλαιά του συµπυκνώνει µια συνθετική ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Αναλύει τις κοινωνικές συνθήκες που γέννησαν την επαναστατική δυναµική. Εξετάζει την «επαναστατική πρωτοπορία» που προετοίµασε την Επανάσταση και τις κοινωνικές δυνάµεις στις οποίες βασίστηκε. 

Αλλά επίσης, στο βιβλίο παρουσιάζεται το διεθνές πλαίσιο που εκτυλίχτηκε η Επανάσταση και οι πολιτικές επιλογές της ηγεσίας της. Έτσι εξηγείται και ο τίτλος του βιβλίου που µε µια πρώτη µατιά ξενίζει. Η επικρατούσα άποψη συνήθως τοποθετεί τη λήξη της Επανάστασης στα τέλη του 1827 µε τη ναυµαχία του Ναβαρίνου, όταν οι στόλοι των τριών Μεγάλων ∆υνάµεων βύθισαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Μας σώσανε οι Ευρωπαίοι σύµµαχοί µας είναι το µήνυµα που εκπέµπει µια τέτοια αντιµετώπιση. 

Όµως, το Ναβαρίνο δεν ήταν το τέλος. Η Επανάσταση νίκησε όταν επιτεύχθηκε ο βασικός στόχος της ηγεσίας της, από τον οποίο δεν έκανε πίσω και στις πιο δύσκολες συνθήκες –όταν έπεφτε το Μεσολόγγι και ο Ιµπραήµ προέλαυνε στην Πελοπόννησο. Αυτός ο στόχος ήταν το ανεξάρτητο κράτος. Το γνωστό σε όλους µας Ελευθερία ή Θάνατος είχε συγκεκριµένο πολιτικό περιεχόµενο. 

Ποια ήταν αυτή η ηγεσία που επέµεινε σε αυτή την έκβαση; Ο Π. Πιζάνιας αφιερώνει στον Γιάννη Κορδάτο το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου Κοινωνικός Χαρακτήρας των ∆υνάµεων του Επαναστατικού Πολέµου και οι Πηγές της Ισχύος. O Κορδάτος άνοιξε το δρόµο για την κατανόηση της «κοινωνικής σηµασίας της Ελλ. Επαναστάσεως του 1821» σε κόντρα µε τη µυθολογία των «βατράχων της πατριδοκαπηλείας». Για τον Κορδάτο το ’21 ήταν έργο της αστικής τάξης που, έστω µε συµβιβασµούς, έβαλε την σφραγίδα της στην έκβασή του. 

Το βιβλίο του Π. Πιζάνια κάνει, ανάµεσα στ’ άλλα, ένα γόνιµο «διάλογο» µε την κληρονοµιά του Κορδάτου. Στηρίζεται σε ένα εντυπωσιακό όγκο πηγών, άλλωστε ο συγγραφέας πέρα από τα βιβλία που έχει γράψει για εκείνη την περίοδο διευθύνει και την έρευνα «Ο Ερµής των Νέων Ελλήνων», µια ψηφιακή βάση προσωπογραφικών δεδοµένων 47.550 προσώπων, στελεχών της Φιλικής Εταιρείας και της Ελληνικής Επανάστασης.

Η Φιλική Εταιρεία έπαιξε καθοριστικό πολιτικό και οργανωτικό ρόλο στο ξέσπασµα και το στέριωµα της Επανάστασης. Από αυτή την άποψη χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα του «Ερµή»: ακόµα και στη µεγάλη της ανάπτυξη, όταν µέλη της γίνονταν ανώτεροι κληρικοί, πανίσχυροι κοτζαµπάσηδες και καταξιωµένοι αρµατολοί, το 75% περίπου των µελών της ήταν έµποροι, καραβοκύρηδες και διανοούµενοι. 

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι πράγµατι όλες οι προεπαναστατικές ελίτ συµµετείχαν στο ’21. Οι προεστοί της Πελοποννήσου ή οι αρµατολοί της Στερεάς έδιναν το δικό τους νόηµα στην έννοια της ελευθερίας. Όµως οι ορίζοντές τους ήταν περιορισµένοι από την κοινωνική τους θέση. Όπως έχει γράψει:

«Αντίθετα, για τις εµπορικές οµάδες και τους διανοούµενους, ας πούµε λίγο ευρύτερα τους Έλληνες αστούς, απελευθέρωση, ελευθερία και εθνικό κράτος αποτελούσαν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, τον στόχο που έπρεπε να επιτευχθεί εν όλω. Σε αντίθεση µε όλες τις υπόλοιπες ελληνικές ηγετικές οµάδες, η οικονοµική δύναµη των εµπόρων και η ιδεολογική επιρροή των διανοουµένων, αποτελούσαν µέσα ισχύος επαρκώς αυτεξούσια από το οθωµανικό σύστηµα εξουσίας. Έτσι, όχι µόνο δεν εκκρεµούσε να αµφισβητήσουν την κοινωνική τους θέση για να αποσείσουν το καθεστώς του ραγιά, αλλά αντίθετα η ίδια η κοινωνική τους θέση τους οδηγούσε να επιδιώκουν την ελευθερία στην τότε πολιτική της µορφή».

Γι’ αυτό από τους πρώτους µήνες του «επαναστατικού πολέµου» η «τοπική κοινωνική ισχύς των προεστών και των κληρικών» άρχισε να «σχετικοποιείται», να «ρευστοποιείται». 

Η χρήση της έννοιας του «επαναστατικού πολέµου» είναι ιδιαίτερα εύστοχη. Οι αστοί ιστορικοί σήµερα αντιλαµβάνονται απλοϊκά –και βέβαια µε ένα συγκεκριµένο πολιτικό πρόσηµο– την επιτυχία της Επανάστασης ως αποτέλεσµα του διπλωµατικού δαιµόνιου µιας χούφτας διανοούµενων και πολιτικών όπως ο Μαυροκορδάτος που κέρδισαν την υποστήριξη της «Ευρώπης». Ο συγγραφέας επιτίθεται στους «ιστορικούς εκσυγχρονιστές» για τα απλοϊκά σχήµατά τους και τους απαντάει µε τα λόγια του Φωτάκου, αγωνιστή του ’21: «Οι άνθρωποι αυτοί φαίνεται, ότι ή δεν εννοούν ή δεν θέλουν να εννοήσουν ότι γράφουν περί επαναστάσεως».

Πράγµατι, η διπλωµατία έπαιξε ρόλο. Ακόµα και επεισόδιά της που δεν κολλάνε και πολύ στη µυθολογία της «εθνικής ιστοριογραφίας». Το καλοκαίρι του 1822 το Εκτελεστικό (κυβέρνηση) συνέστησε µια επιτροπή, στην οποία συµµετείχε και ο Παλαιών Πατρών Γερµανός, που επιδίωκε συνάντηση µε τον Πάπα της Ρώµης. «Στην επιστολή προς τον Πάπα η ελληνική ηγεσία κατήγγειλε το Ορθόδοξο Πατριαρχείο ως ενάντιο στην Επανάσταση και εµµέσως πρόσφερε στον Πάπα ως αντάλλαγµα την ένταξη των ελλήνων χριστιανών υπό το Βατικανό όταν θα απελευθερώνονταν, κάτι το οποίο εµµέσως εγγυάτο ο Παλαιών Πατρών Γερµανός µε την συµµετοχή του στην αποστολή». 

Όµως, η διπλωµατία δεν θα άξιζε τίποτα –και φυσικά τα ευρωπαϊκά «ανακτοβούλια» δεν θα άλλαζαν την στάση τους, χωρίς τον «επαναστατικό πόλεµο». Χωρίς το «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνηµένους» του Κολοκοτρώνη για παράδειγµα στη πιο δύσκολη στιγµή της επανάστασης. Στην συγκεκριµένη περίπτωση µπορούµε να µιλήσουµε για επαναστατική βία (ξεκλήρισµα χωριών, κρέµασµα δηµογερόντων). 

Όµως, το πιο σηµαντικό είναι ότι δεν θα µπορούσε να υπάρξει αυτή η αντοχή σε ένα δύσκολο επαναστατικό πόλεµο µε τους συσχετισµούς ένοπλης ισχύος να µοιάζουν συντριπτικοί χωρίς τη µαζική υποστήριξη και συµµετοχή του πληθυσµού. Και η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσµού ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι, µε τους µικροτεχνίτες µικροβιοτέχνες να ακολουθούν. 

Είχαν υλικά κίνητρα να συµµετέχουν στον αγώνα. Τη διατήρηση του κλήρου τους και, γιατί όχι, να βάλουν πόδι στις µεγάλες ιδιοκτησίες των Οθωµανών που καλλιεργούσαν για αιώνες και οι οποίες είχαν περάσει στα χέρια της επαναστατικής εξουσίας, είχαν γίνει «εθνικές γαίες». Όµως, η γη ήταν η µια πλευρά. Η άλλη ήταν τα δικαιώµατα. «Ρευστοποίηση» της εξουσίας των παλιών ελίτ σήµαινε ότι µέχρι τότε κοινωνικά «άσηµοι» αποκτούσαν φωνή, έπαιζαν ρόλο, κάτι αδιανόητο πριν το 1821. Το δικαίωµα της ψήφου χωρίς εισοδηµατικές προϋποθέσεις που το εξασκούσαν στα χωριά και στα επαναστατικά στρατόπεδα. 

Ο Π. Πιζάνιας µιλάει για την «αυξανόµενη εισβολή των µαζών στο πολιτικό πεδίο που διάνοιγε η Επανάσταση». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα η σύνθεση της Β’ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, όπου τα 4/5 των «παραστατών» αντιπροσώπων ήταν «πρόσωπα χωρίς καµιά προηγούµενη υψηλή κοινωνική θέση». 

Και σε ένα άλλο σηµείο συµπεραίνει: «Αν κανείς παρακάµψει τα µυθεύµατα περί ανεξάρτητων και αυτοδιοίκητων κοινοτήτων των Ελλήνων κατά την οθωµανική περίοδο, τότε µόνο µπορεί να αντιληφθεί τη µεγάλη σηµασία της ιστορικής µετάβασης που πραγµατοποιείται µετά από αιώνες µε την καθιέρωση του Λαϊκού πολιτεύµατος και των πολιτικών δικαιωµάτων… Από ραγιάδες χριστιανοί, έλληνες πολίτες». 

Η ιδεολογία του «επαναστατικού πατριωτισµού» που διαχεόταν µε χίλιους δυο τρόπους (εφηµερίδες, οµιλίες) προς τα κάτω, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη µαζική κινητοποίηση. Ήταν η συγκολλητική ουσία που ένωνε τους εµπόρους, τους προεστούς, τους αρµατολούς µε το «λαό των χωρικών» ή τους «συντροφοναύτες». Όµως, εδώ προκύπτει το ζήτηµα των ταξικών αντιθέσεων, της ταξικής πάλης στην Επανάσταση του 1821. 

Ο συγγραφέας δεν αρνείται την ύπαρξή τους. Επισηµαίνει ότι: «ο λαός αυθαδίαζε σε προεστούς, εξεγειρόταν εναντίον τους, ιδίως σε στιγµές ανέχειας, δεν υπάκουε όπως παλιά όπως έγραφε ο Υδραίος µεγιστάνας Λάζαρος Κουντουριώτης». Όµως θεωρεί ότι αυτές οι αντιθέσεις ήταν «χαµηλής έντασης» και «δεν διέθεταν κοινωνική δυναµική» λόγω συγκεκριµένων χαρακτηριστικών. Για παράδειγµα, µε το σύστηµα της «σερµαγιάς» οι ναύτες ήταν µικροί συνεταίροι (ας πούµε µικροµέτοχοι στο καράβι-επιχείρηση) των µεγάλων καραβοκύρηδων. Έτσι: «Οι ελληνικές κοινωνίες δεν εµπεριείχαν τη δυναµική εκείνων των κοινωνικών αντιθέσεων, που χαρακτήρισαν εν µέρει την Αγγλική και υπήρξαν απολύτως καθοριστικές για την Γαλλική Επανάσταση αλλά ήταν περιθωριακές στην Αµερικανική». 

Προφανώς και το ζητούµενο εδώ για τους µαρξιστές δεν είναι να πετσοκόψουµε τις ιστορικές πηγές σε ένα σχήµα που κάνει το 1821 αντίγραφο της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Άλλωστε και ο Κορδάτος το επισηµαίνει αυτό ρητά. Το Ναύπλιο και η Τριπολιτσά δεν ήταν Παρίσι. 

Βέβαια προκύπτει το ερώτηµα, ποιες ήταν οι απολύτως καθοριστικές κοινωνικές αντιθέσεις στην ίδια τη Γαλλική Επανάσταση. Η µαρξιστική ιστοριογραφία έχει δώσει γόνιµες και όχι απλοϊκές απαντήσεις. Το κείµενο του Αλεξ Καλλίνικος που περιλαµβάνεται στην έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου για Το 1821 και τις Αστικές Επαναστάσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιµο από αυτή την άποψη. 

Το γεγονός ότι «ευρύτερα οι έλληνες αστοί» ηγεµόνευσαν επειδή τα συµφέροντά τους ανταποκρίνονταν στις κοινωνικές ανάγκες δεν σηµαίνει ότι οι ταξικές διαφορές δεν είχαν δυναµική έστω και αν υπέβοσκε απειλώντας να ξεσπάσει. Μπορεί ο Κολοκοτρώνης για παράδειγµα να έπειθε τους ένοπλους χωρικούς του ότι «χρειαζόµαστε τους άρχοντες… γιατί αυτοί θα µας προσφέρουν τροφές, πολεµοφόδια και τσαρούχια» αλλά ο θυµόταν ότι: «Ο λαός είχε πάντοτε σκοπό να σκοτώση τους άρχοντας και σε κάθε παραµικρά αιτία ερεθίζετο». 

Το ζήτηµα των κοινωνικών τάξεων στο 1821 έχει σηµασία και για ένα άλλο σηµαντικό λόγο. Ο Π. Πιζάνιας καταθέτει ένα όγκο στοιχείων που καταρρίπτει την άποψη ότι κράτος συγκροτήθηκε µε την έλευση του Καποδίστρια. Συγκροτήθηκε µέσα στις µάχες της Επανάστασης. Όµως, χρειάζεται να είµαστε ξεκάθαροι ότι αυτό το κράτος δεν ήταν όλων των πολιτών. Ήταν των αστών, της «εσωτερικά ιεραρχηµένης άρχουσας τάξης» που διαµορφώθηκε µέσα από πολιτικές συγκρούσεις στη διάρκεια του αγώνα. Την «συνέχεια» αυτού του κράτους έχουµε να ανατρέψουµε σήµερα. 

Παρά τις παραπάνω αντιρρήσεις, το βιβλίο του Π. Πιζάνια είναι πολύτιµο. Και για την οπτική του και για τα στοιχεία του αλλά και για την βατή γλώσσα που είναι γραµµένο. Αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί.