Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Ελληνική Πολιτεία 1941-42, το κράτος υπό ξένη κατοχή"

 

Ελληνική Πολιτεία 1941-42, το κράτος υπό ξένη κατοχή
Πέτρος Φύτρος

270 σελίδες, 16€
Εκδόσεις Εκτός Γραμμής

 

Η «κανονικότητα» στα πρώτα χρόνια της κατοχής

Αυτό το βιβλίο έρχεται να κάνει μια προσπάθεια για να καλύψει ένα μεγάλο κενό. Όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στον επίλογο του βιβλίου «Αυτή η κυβέρνηση [του Τσολάκογλου] όπως και οι κυβερνήσεις που τη διαδέχθηκαν, συνήθως αντιμετωπίζονται με ηθική απαξία, ως δωσιλογικές κυβερνήσεις που απλά λάμβαναν εντολές από τους κατακτητές και όχι ως πολιτικά υποκείμενα με δικούς τους στόχους και επιδιώξεις». 

Προφανώς, ένα τέτοιο κενό δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίας αστοχίας. Συνδέεται με σκοπιμότητες μιας άρχουσας τάξης στην Ελλάδα που αποδέχθηκε τη συνέχεια του κράτους της από την προπολεμική στην πολεμική και την μεταπολεμική περίοδο και εξυπηρετήθηκε από αυτήν την συνέχεια. Όπως τονίζει ο Προκόπης Παπαστράτης στον πρόλογό του «ακυρώνονται στην πράξη όλες οι ηχηρές διακηρύξεις που θεσπίζονται αρχικά από το Εθνικό Συμβόλαιο του Λιβάνου ότι ‘η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος’ και ‘εμπνευστής των ποινών θα είναι η συνείδησις του Έθνους’ με αποτέλεσμα να οριοθετείται άτυπα αλλά ουσιαστικά το πλαίσιο αδράνειας και σιωπής το οποίο χαρακτηρίζει την επίσημη ιστοριογραφική προσέγγιση του θέματος. (…) Ο συγγραφέας εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους ο Τσολάκογλου αναλαμβάνει να στηρίξει τη συνέχεια του κράτους, ουσιαστικά το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς».

Ο Πέτρος Φύτρος εκτιμά ότι το καίριο ζήτημα για την πρώτη κατοχική κυβέρνηση ήταν ότι «έπρεπε να εξασφαλιστεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση στη νέα κατάσταση και να διατηρηθεί στοιχειωδώς η τάξη. Για να γίνει αυτό, έπρεπε ο πληθυσμός κατά το δυνατόν να επιστρέψει στις καθημερινές του ασχολίες και να αξιοποιηθεί η υπάρχουσα κρατική μηχανή και το στελεχιακό δυναμικό της». Το βιβλίο συγκεντρώνει την εικόνα των ενεργειών της κυβέρνησης Τσολάκογλου προς αυτή την κατεύθυνση, τις συνέχειες που εξασφάλισε, αλλά και την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων που προκάλεσε με αυτές τις ενέργειες.

Για να επικεντρωθεί σε αυτή την προσπάθεια, ο συγγραφέας στηρίζεται στο έργο ιστορικών όπως ο Παπαστράτης, ο Μαζάουερ, ο Μαργαρίτης, ο Φλάισερ, αξιοποιεί το κλασικό βιβλίο του Χατζή, αλλά και μελέτες όπως του Λυμπεράτου, του Χαραλαμπίδη, του Χανδρινού, της Χιονίδου και του Β. Μανουσάκη. Πάνω σε μια τέτοια στέρεη βάση μπαίνει στη μελέτη των νομοθετημάτων της κυβέρνησης Τσολάκογλου και των σχολιασμών τους από τις εφημερίδες της εποχής.

Ένα πρώτο στοιχείο που αναδεικνύεται μέσα από το βιβλίο είναι η αξιοποίηση του σώματος των αξιωματικών του στρατού, ενός στρατού ανύπαρκτου, που έχει διαλυθεί μετά τη συνθηκολόγηση που υπέγραψε ο Τσολάκογλου. Κι όμως, η ιεραρχία του ανύπαρκτου στρατού γίνεται ο κορμός που επανδρώνει την ιεραρχία σε όλους τους κρατικούς μηχανισμούς, από τα υπουργεία μέχρι τα δικαστήρια και από την αγορανομία μέχρι τον επισιτισμό. 

Ο Τσολάκογλου που διάλεξε το στρατόπεδο του Άξονα και φιλοδοξούσε να βάλει την Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών του πολέμου στο πλευρό της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας, προσφέρει προνόμια στους αξιωματικούς και τα ντύνει ιδεολογικά με τον μανδύα των «ηρωικών πολεμιστών». Όπως παρατηρεί ο Φύτρος, «οι κατώτεροι αξιωματικοί και οι έφεδροι είχαν αποκτήσει ιδιαίτερο κύρος την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου και η κυβέρνηση δεν ήθελε να ξεκοπεί από αυτό». Ένα «γλείψιμο» ακραία αντιφατικό, αλλά συστατικό στοιχείο της συνέχειας του κράτους μέχρι σήμερα. Το Νοσηλευτικό Ίδρυμα Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΙΤΣ) ιδρύθηκε από τον Τσολάκογλου τον Οκτώβρη του 1941.

Αλλά εκείνη δεν ήταν η μόνη ή η πιο σημαντική αντίφαση. Το καθοριστικό ήταν το ταξικό χάσμα που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει η κατοχική κυβέρνηση. Ο Τσολάκογλου είχε το φόβο των εργατικών αντιστάσεων μέσα σε συνθήκες όπου οι ακραίες ελλείψεις τροφίμων οδηγούσαν στη χειρότερη πείνα που προκάλεσε τον θανατηφόρο λιμό του χειμώνα 1941-42. 

Η κατοχική κυβέρνηση κινήθηκε σε δυο κατευθύνσεις. Το ένα σκέλος ήταν η προσπάθεια για συγκέντρωση των τροφίμων από κρατικούς φορείς για το σιτάρι, το λάδι κλπ ή στα πρατήρια της ΕΒΓΑ για το γάλα. Και το δεύτερο σκέλος ήταν η λειτουργία καταναλωτικών συνεταιρισμών μέσα από τους οποίους εργάτες και υπάλληλοι μπορούσαν να προμηθεύονται τρόφιμα. 

Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά, όπως μαρτυρούν οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί από την πείνα. Αλλά ήταν και αντιφατικά σε σχέση με τις κυβερνητικές επιδιώξεις. Ο Τσολάκογλου δημαγωγούσε ότι καταπολεμά τους μαυραγορίτες, αλλά η μαύρη αγορά γιγαντώθηκε και τα στοιχεία δείχνουν ότι το όποιο κυνηγητό είχε να κάνει με φτωχόκοσμο και όχι τους πλούσιους. Ο Φύτρος αναφέρει την περίπτωση του Ζωναρά, ιδιοκτήτη του Ζonar’s που δικάστηκε και αθωώθηκε ως μαυραγορίτης ζάχαρης στο πιο κεντρικό σημείο της Αθήνας.

Οι συνεταιρισμοί, από την άλλη μεριά, αποδείχθηκαν φυτώρια αντιστασιακής δράσης. «Από τη στιγμή που οι συνεταιρισμοί ήταν συλλογικότητες με εσωτερική ζωή και όχι καταστήματα, το κράτος εύλογα ανησυχούσε για τον ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν σε ενδεχόμενες κοινωνικές συγκρούσεις» γράφει ο Φύτρος και πιο κάτω διαπιστώνει ότι «οι απεργίες του Απριλίου του 1942 έδειξαν ότι οι ανησυχίες της κυβέρνησης για τον πολιτικό χαρακτήρα των συνεταιρισμών δεν ήταν αβάσιμες».

Αντίστοιχο ρόλο με τους συνεταιρισμούς έπαιξαν τα συσσίτια καθώς συχνά οργανώνονταν σε επαγγελματική βάση και ήταν ένας από τους λόγους για τη συνδικαλιστική οργάνωση και συσπείρωση. Ο συγγραφέας αναφέρει το παράδειγμα των αδιόριστων εκπαιδευτικών και συνολικά τονίζει ότι «την πολιτική δυναμική που έκρυβε η οργάνωση των συσσιτίων την είχαν αντιληφθεί πολύ καλά και το ΚΚΕ και το ΕΑΜ».

Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Προκόπης Παπαστράτης στον πρόλογο, αυτή η δυναμική «θα περιοριστεί τελικά από τις πολιτικές επιλογές του ΕΑΜ». Το πώς οι στρατηγικές επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ χαράμισαν το κίνημα της Αντίστασης στη ναζιστική κατοχή και στις κατοχικές κυβερνήσεις, είναι κάτι που δεν υπάρχει στο βιβλίο του Φύτρου. Για να καλυφθεί αυτό το κενό χρειάζεται να ανατρέξουμε στο βιβλίο του Λέανδρου Μπόλαρη για την επανάσταση που χάθηκε.