Άρθρο
Τουρκία - Ο αγώνας συνεχίζεται

Διαδήλωση στην Ιστανμπούλ ενάντια στη σύλληψη Ιμάμογλου

Ο Burak Demir από το Devrimci Sosialist Isci Partisi της Τουρκίας αναλύει την κρίση του Ερντογάν και προβάλλει τη δυναμική των κινητοποιήσεων που έχουν ξεσπάσει μετά τη φυλάκιση του Ιμάμογλου.

 

Το κύμα διαδηλώσεων που ξεκίνησε από φοιτητές και φοιτήτριες ως αντίδραση στη σύλληψη του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου –ο οποίος θεωρείται ευρέως ως ο ισχυρότερος αντίπαλος του προέδρου Ερντογάν– στις 19 Μαρτίου, και το οποίο σύντομα οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους να κατακλύσουν τις πλατείες και τους δρόμους για πολλές συνεχόμενες ημέρες, θα καθορίσει το άμεσο μέλλον της Τουρκίας. Θα μετατραπεί η Τουρκία, υπό την ηγεσία του Ερντογάν, σε ένα ακόμη πιο αυταρχικό καθεστώς, όπου οι ελεύθερες εκλογές δεν θα είναι πλέον δυνατές και θα μοιάζει με τη Ρωσία του Πούτιν; Ή θα παραμείνει ένα πολίτευμα με ελεύθερες εκλογές, στο οποίο θα αναπτυχθούν περαιτέρω οι ελευθερίες και η δημοκρατία; Αυτό θα το κρίνει η πορεία του αγώνα, ο οποίος συνεχίζεται. Και όπως κάθε μαζικό κίνημα, έτσι και αυτό έχει τη δυναμική για πολύ μεγαλύτερες αλλαγές από ό,τι μπορεί να προβλέψει οποιαδήποτε τωρινή εκτίμηση.

Το γεγονός ότι ο Ερντογάν έφτασε στο σημείο να συλλάβει τον αντίπαλό του δείχνει πόσο αδύναμος είναι στην πραγματικότητα και πόσο βαθιά βυθισμένος βρίσκεται στην κρίση, παρά την εικόνα δύναμης που προβάλλει. Θα εξετάσουμε πιο προσεκτικά την κρίση του Ερντογάν και τον χαρακτήρα του κινήματος στους δρόμους, αλλά πρώτα είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τη μεταμόρφωση που έχουν υποστεί τόσο το κόμμα του, το AKP όσο και, μαζί με αυτό, η Τουρκία.

Από τη δεκαετία του 1990 έως τη δεκαετία του 2010:
το πρώτο στάδιο

Όπως και ο τώρα φυλακισμένος αντίπαλός του, Ιμάμογλου, ο Ερντογάν έκανε επίσης μια αιφνιδιαστική είσοδο στο δημόσιο προσκήνιο με την εκλογή του ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης. Ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα στο ισλαμιστικό κίνημα Εθνικό Όραμα (Milli Görüş). Εξέτισε μια σύντομη ποινή φυλάκισης μετά την πραξικοπηματική επέμβαση του στρατού το 1997, που είχε ως στόχο το κόμμα του, και αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, αυτός και ορισμένοι συνεργάτες του αποσχίστηκαν από το κίνημα Milli Görüş για να ιδρύσουν το AKP ως ένα πιο πλατύ κεντροδεξιό κόμμα. Το 2002, το AKP ανέβηκε απροσδόκητα στην εξουσία με το 34% των ψήφων.

Αυτό που διέκρινε τον Ερντογάν ήταν ότι αντιτάχθηκε ανοιχτά στο κεμαλικό κράτος. Με ισλαμιστικό πολιτικό υπόβαθρο ο Ερντογάν δέχτηκε συνεχείς επιθέσεις από κρατικούς θεσμούς (όπως ο στρατός και η δικαστική εξουσία), από το μεγάλο κεφάλαιο και από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης που ελέγχονταν από αυτούς. Για τις κεμαλικές ελίτ, που θεωρούσαν τον εαυτό τους μοναδικούς ιδιοκτήτες του κράτους, το γεγονός και μόνο ότι η σύζυγος του Ερντογάν φορούσε μαντίλα ήταν αρκετός λόγος για να θέλουν να τον απομακρύνουν από την εξουσία με κάθε μέσο. Όπως θα μάθαινε αργότερα, ο στρατός άρχισε να σχεδιάζει νέα πραξικοπήματα μόλις το AKP ανέλαβε την εξουσία.

Για να επιβιώσει από αυτές τις επιθέσεις, ο Ερντογάν εφάρμοσε πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις με σκοπό να κερδίσει διεθνή υποστήριξη, ιδίως της ΕΕ και των ΗΠΑ, και να ενισχύσει την εσωτερική του βάση. Υιοθέτησε μια ανοιχτή και προσανατολισμένη προς την εξεύρεση λύσεων στάση σε πολλά ζητήματα, από το κουρδικό έως το αρμενικό. Ενθάρρυνε την εισροή ξένου κεφαλαίου, διατήρησε τον πληθωρισμό –ο οποίος ήταν για πολύ καιρό πολύ υψηλός– κάτω από το 10% και βοήθησε τον λαό να αισθανθεί τουλάχιστον κάποια ανακούφιση μετά την οικονομική κρίση που είχε μόλις ξεσπάσει πριν αναλάβει τα καθήκοντά του.

Φυσικά, από την ημέρα της ίδρυσής του, το AKP δεν ήταν πραγματικός σύμμαχος ούτε των καταπιεσμένων λαών, όπως οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι, ούτε της εργατικής τάξης. Ενώ ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας ζούσε στο όριο της φτώχειας και της πείνας, το μεγάλο κεφάλαιο συνέχιζε να ενισχύεται και εμφανίστηκε μια νέα αστική τάξη από τα ανατολικά της χώρας στενά συνδεδεμένη με το AKP. Παρόλο που το AKP διεξήγαγε συνομιλίες με την Αρμενία, ο βαθιά ριζωμένος ρατσισμός παρέμεινε, οι πραγματικοί δολοφόνοι του Αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ, που δολοφονήθηκε το 2007, προστατεύονταν, και ακόμη και ενώ διεξάγονταν ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Κούρδους, ο κουρδικός λαός συνέχιζε να σκοτώνεται στο Κουρδιστάν. Παρά όλα αυτά, ο Ερντογάν εξακολουθούσε να θεωρείται ευρέως από τον κόσμο ως ο φορέας της αλλαγής, του εκδημοκρατισμού και των ειρηνευτικών διαδικασιών. Αυτή την εικόνα την όφειλε στην πόλωση που δημιούργησαν οι κεμαλικές επιθέσεις εναντίον του, την οποία εκμεταλλεύτηκε προς όφελός του.

Ο λόγος για τον οποίο αφιερώνω τόσο πολύ χρόνο στην εξήγηση αυτής της 20ετούς πολιτικής ιστορίας του Ερντογάν και του ΑΚΡ είναι ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο Ερντογάν εξακολουθεί να απολαμβάνει τόσο ισχυρή λαϊκή υποστήριξη σήμερα χωρίς να κατανοήσουμε αυτή την πόλωση στην Τουρκία.

2013-2016:
Η μεταμόρφωση του ΑΚΡ

Καθ' όλη τη διάρκεια της πολιτικής του ζωής, ο Ερντογάν υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία της συντηρητικής δεξιάς πολιτικής. Ωστόσο, είναι πλέον σαφές ότι υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των πρώτων χρόνων του ΑΚΡ και του σημερινού ΑΚΡ, ενός κόμματος που προσπαθεί να φυλακίσει σχεδόν οποιονδήποτε του αντιτίθεται και δεν δείχνει την παραμικρή ανοχή σε οποιαδήποτε μορφή ελευθερίας. Αυτή η μεταμόρφωση από το ένα ΑΚΡ στο άλλο εκτυλίχτηκε μεταξύ του 2013 και του 2016.

Η εξέγερση του Γκεζί, που ξεκίνησε τον Μάιο του 2013 ως διαμαρτυρία για την προστασία του πάρκου Γκεζί της Κωνσταντινούπολης από το σχέδιο αστικής ανάπτυξης της κυβέρνησης, μια διαμαρτυρία που γρήγορα μετατράπηκε σε ένα πανεθνικό κίνημα για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Οι εκλογές της 7ης Ιουνίου 2015, στις οποίες το φιλοκουρδικό HDP ξεπέρασε το όριο του 10% με 13% των ψήφων και μπήκε στη Βουλή με ισχυρή εκπροσώπηση, εμποδίζοντας το AKP να σχηματίσει κυβέρνηση μόνο του, και, το πιο σημαντικό, η διάλυση της συμμαχίας μεταξύ του AKP και των Γκιουλενιστών (που μέχρι το 2013 λειτουργούσαν σε στενή συνεργασία), με τους Γκιουλενιστές να επιχειρούν τελικά πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016, όλα αυτά τα γεγονότα ώθησαν τον Ερντογάν και το AKP σε μια μεταμόρφωση.

Λίγο μετά την επιτυχία του HDP στις εκλογές του 2015, ο Ερντογάν έθεσε τέλος στην ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους και επέστρεψε σε μια πολιτική καταστολής και πολέμου. Για να νικήσει τους Γκιουλενιστές έκανε συμμαχία με το φασιστικό MHP και, εντός του κράτους, ακόμη και με κεμαλικές φατρίες που είχε πολεμήσει στο παρελθόν.

Μετά από όλα αυτά, προέκυψε μια διαφορετική Τουρκία. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που κηρύχθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 με το πρόσχημα της καταπολέμησης των Γκιουλενιστών, αλλά στοχεύοντας εξίσου τους Κούρδους και την τουρκική Αριστερά, άρθηκε επισήμως δύο χρόνια αργότερα. Ωστόσο, στην πράξη, συνεχίζεται.

Ταυτόχρονα, ο πόλεμος ενάντια στους Κούρδους ξανάρχισε σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα, τόσο εντός των συνόρων της Τουρκίας όσο και πέρα από αυτά. Δεκάδες χιλιάδες Κούρδοι πολιτικοί, μεταξύ των οποίων ηγέτες όπως ο Σελαχτιντεμίν Ντεμιρτάς και η Φιγκέν Γιουκσεκτάγκ, συνελήφθησαν. Σε πολλές από τις επαρχίες και τις περιφέρειες όπου το HDP –γνωστό πλέον ως DEM– κέρδισε τις τοπικές εκλογές, οι εκλεγμένοι δήμαρχοι απομακρύνθηκαν και αντικαταστάθηκαν από διορισμένους από το κράτος, μια πολιτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Η πολιτική του διορισμού δημάρχων δεν περιορίστηκε στο Κουρδιστάν. Και στη δυτική Τουρκία, οι ανεπιθύμητοι πρυτάνεις των πανεπιστημίων απομακρύνθηκαν και αντικαταστάθηκαν από διορισμένους από το κράτος. Κάθε στοιχείο της κοινωνικής αντιπολίτευσης – από πολιτικά κόμματα έως ενώσεις, από πολιτικές πρωτοβουλίες έως συνδικάτα– αντιμετώπισε συλλήψεις, κρατήσεις και διάφορες μορφές καταστολής.

Εν μέσω όλων αυτών, το 2017 διεξήχθη δημοψήφισμα για την αλλαγή του πολιτεύματος. Με μικρή διαφορά, επικράτησε το «ναι» στις προτάσεις του Ερντογάν και υιοθετήθηκε το προεδρικό σύστημα. Έτσι, ενώ ο Ερντογάν έγινε πρόεδρος, έγινε επίσης σαφές το όνομα αυτού του νέου αντιδημοκρατικού, αυταρχικού καθεστώτος: προεδρικό σύστημα «τουρκικού τύπου».

Η οικονομία

Από τη νομισματική κρίση του 2017, έχουμε δει διαδοχικές μεγάλες υποτιμήσεις της τουρκικής λίρας. Μία από τις μεγαλύτερες υποσχέσεις του AKP στη δεκαετία του 2000, σε αντίθεση με τον υψηλό πληθωρισμό της δεκαετίας του '80 και του '90, ήταν να διατηρήσει τον πληθωρισμό κάτω από το 10% –κάτι που, σε μεγάλο βαθμό, κατάφεραν να επιτύχει από το 2004 έως το 2017. Ωστόσο, μέχρι το 2018, ο πληθωρισμός είχε αυξηθεί στο 20% και, σύμφωνα με το κρατικό Τουρκικό Στατιστικό Ινστιτούτο, έφτασε το 64% το 2023 και το 65% το 2024. Ωστόσο, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει όποιος ζει στην Τουρκία, τα στοιχεία αυτά απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Σύμφωνα με ανεξάρτητα ιδρύματα που αποτελούνται από ακαδημαϊκούς και οικονομολόγους, τα πραγματικά ποσοστά πληθωρισμού είναι υπερδιπλάσια των επίσημων στοιχείων. Η οικονομία συρρικνώθηκε, η ανεργία εκτοξεύθηκε, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν και η φτώχεια επιδεινώθηκε.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ερντογάν επέμεινε σε μια πολιτική που υποστηρίζει ότι «τα χαμηλά επιτόκια αυξάνουν τις επενδύσεις και, κατά συνέπεια, την απασχόληση, οδηγώντας σε οικονομική ανάπτυξη». Ωστόσο, σε συνδυασμό με την πολιτική αστάθεια, το μόνο που κατόρθωσε ήταν να επιταχύνει την κατάρρευση της τουρκικής λίρας. Οι επαναλαμβανόμενες αντικαταστάσεις των διοικητών της Κεντρικής Τράπεζας και των υπουργών Οικονομικών δεν έφεραν καμία βελτίωση.

Λίγο πριν τις γενικές εκλογές του 2023, ο Ερντογάν έπεισε τον πρώην υπουργό Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ να επιστρέψει, υποσχόμενος να μην παρεμβαίνει στο έργο του, και μετά τις εκλογές ο Σιμσέκ διορίστηκε υπουργός Οικονομικών. Από τότε, ο Σιμσέκ εφάρμοσε σκληρά μέτρα λιτότητας και αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, τα οποία βελτίωσαν ελαφρώς τους οικονομικούς δείκτες και βοήθησαν την Κεντρική Τράπεζα να αυξήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα. Όλα αυτά όμως εξαφανίστηκαν στις 19 Μαρτίου 2025, όταν ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Ιμάμογλου τέθηκε υπό κράτηση. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η τουρκική οικονομία έχασε 45 δισεκατομμύρια δολάρια σε μία μόνο ημέρα λόγω της φυγής κεφαλαίων. Οι χρηματιστηριακές αγορές κατέρρευσαν και η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να ξοδέψει περίπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια από τα συναλλαγματικά αποθέματά της για να υπερασπιστεί τη λίρα.

Μια αντίσταση που κλόνισε την παγκόσμια ισορροπία:
η Παλαιστίνη

Το νέο κύμα παλαιστινιακής αντίστασης που ξεκίνησε με την «Πλημμύρα της Αλ-Ακτσά» στις 7 Οκτωβρίου 2023 και τη γενοκτονία που ακολούθησε από το Ισραήλ στη Γάζα, έχει συγκλονίσει τον κόσμο, προκαλώντας επίσης ένα μεγάλο ρήγμα στην Τουρκία.

Η συντριπτική πλειοψηφία του τουρκικού λαού –συμπεριλαμβανομένων σχεδόν όλων των ψηφοφόρων του Ερντογάν– υποστηρίζει τον παλαιστινιακό αγώνα και είναι εξοργισμένη με τη σιωνιστική κατοχή που κρατάει εδώ και 70 χρόνια. Ενώ ο Ερντογάν συχνά εκφράζεται με φλογερή ρητορική κατά του Ισραήλ και ισχυρίζεται ότι υποστηρίζει τον παλαιστινιακό αγώνα, στην πράξη δεν έχει λάβει κανένα συγκεκριμένο μέτρο. Μεγάλες εταιρείες που είναι κοντά στον Ερντογάν συνεχίζουν το εμπόριο με το Ισραήλ, πλοία με προορισμό το Ισραήλ εξακολουθούν να αναχωρούν από τουρκικά λιμάνια και η Τουρκία διατηρεί επίσημες σχέσεις με το ισραηλινό κράτος. Η υποκρισία του Ερντογάν σε αυτό το ζήτημα έπαιξε σημαντικό ρόλο στις τεράστιες απώλειες του AKP στις τοπικές εκλογές του Μαρτίου 2024, στις οποίες το κόμμα έχασε όλες τις μεγάλες πόλεις και, για πρώτη φορά, έπεσε στη δεύτερη θέση σε εθνικό επίπεδο, πίσω από το CHP.

Η κοινωνική αντιπολίτευση άρχισε να επιστρέφει στους δρόμους μέσω δράσεων αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη και επανεμφανίστηκε στα πανεπιστήμια. Αυτή η άνοδος του κινήματος συνέβαλε στην ταχεία κινητοποίηση υπέρ του Ιμάμογλου μετά τη σύλληψή του.

Μια σειρά εξελίξεων στη Μέση Ανατολή έφερε τόσο σοβαρούς κινδύνους όσο και νέες ευκαιρίες για την τουρκική άρχουσα τάξη: η γενοκτονία που διαπράττει το Ισραήλ στη Γάζα, η δολοφονία του ηγέτη της Χεζμπολάχ Νασράλα και η αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ μετά τις επιθέσεις του Ισραήλ στον Λίβανο, η δολοφονία του ηγέτη της Χαμάς Χανίγιε σε βομβιστική επίθεση στην Τεχεράνη, η αδύναμη και αναποτελεσματική αντίδραση του Ιράν και τα σχέδια του Ισραήλ για μια ακόμη μεγαλύτερη επιχείρηση (με την υποστήριξη των ΗΠΑ) εναντίον του Ιράν, καθώς και η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία.

Η ξαφνική έκκληση του ηγέτη του φασιστικού κόμματος Ντεβλέτ Μπαχτσελί τον Οκτώβριο του 2024 προς το PKK να καταθέσει τα όπλα και να ξεκινήσει μια ειρηνευτική διαδικασία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή εκτός αυτού του ευρύτερου πλαισίου. Ήταν αμέσως σαφές ότι ο Μπαχτσελί δεν αποφάσισε αυτή την κίνηση αυθόρμητα. Η διαδικασία είχε σαφώς προγραμματιστεί και εγκριθεί από τον Ερντογάν.

Μέσω αυτής της πρωτοβουλίας, το τουρκικό κράτος στοχεύει να αναγκάσει το PKK να παραδώσει τα όπλα, προσφέροντας ελάχιστες παραχωρήσεις στους Κούρδους, να τερματίσει τη σύγκρουση με τις κουρδικές δυνάμεις στη Συρία και, μόλις αφαιρεθεί το αγκάθι του κουρδικού κινήματος να βάλει μπροστά την ικανοποίηση των φιλοδοξιών του τουρκικού υποϊμπεριαλισμού.

Η τουρκική Αριστερά

Ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς, αντί να σπάσει τον κοσμικό-θρησκευτικό δίπολο που εντάθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, επέλεξε να συνταχθεί με τη μία πλευρά του. Μετά την άνοδο του AKP στην εξουσία, αυτές οι αριστερές ομάδες επικεντρώθηκαν περισσότερο στον ισλαμικό χαρακτήρα του κόμματος παρά στις δεξιές ή αντεργατικές πολιτικές του, συντασσόμενες με τους κεμαλιστές που επίσης αντιτίθενται στον Ερντογάν.

Αντί να υποστηρίξει τα θετικά βήματα που έκανε το ΑΚΡ –ανεξάρτητα από τα κίνητρά του– και να συνεχίσει να αγωνίζεται για περισσότερα και να αντιτίθεται στην κατασταλτική οικονομική και πολιτική ατζέντα του ΑΚΡ, αυτό το τμήμα της Αριστεράς επέλεξε να απορρίψει το ΑΚΡ στο σύνολό του. Ως αποτέλεσμα, η Αριστερά άρχισε να θεωρείται από μεγάλο μέρος της κοινωνίας ως μια δύναμη που προσκολλάται στο κατεστημένο.

Η ήδη αποδυναμωμένη Αριστερά παρέλυσε μπροστά στο όλο και πιο αυταρχικό προεδρικό καθεστώς. Αντί να οργανώσει αγώνες στους χώρους εργασίας και στους δρόμους, στήριξε όλες τις ελπίδες της στην υποστήριξη των αντιπάλων του Ερντογάν στις επόμενες εκλογές και στην κατάκτηση κοινοβουλευτικών ή δημοτικών εδρών μέσω συμμαχιών. Η πεποίθηση ήταν πάντα ότι ο Ερντογάν θα έφευγε μετά τις επόμενες εκλογές και ότι, μόλις φύγει, όλα τα άλλα προβλήματα θα ήταν ευκολότερα να λυθούν. Όμως, ο Ερντογάν δεν έχασε τις εκλογές.

Φυσικά, υπάρχουν τμήματα της Αριστεράς που αντιστέκονται στην καταπίεση, τον ρατσισμό και τη φτώχεια και προσπαθούν να οικοδομήσουν εναλλακτικούς αγώνες στο «πεζοδρόμιο» και στους χώρους εργασίας. Ωστόσο, με την περιορισμένη δύναμή τους –ειδικά εν μέσω της αυξανόμενης καταστολής από το 2016– η αποτελεσματικότητά τους είναι, δυστυχώς, ελάχιστη.

Η κρίση του Ερντογάν και η σύλληψη του Ιμάμογλου

Αν και ο Ερντογάν κατάφερε να ξεφύγει από τις διάφορες κρίσεις που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της πολιτικής του διαδρομής, φαίνεται απίθανο να καταφέρει να ξεφύγει από τη βαθιά κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα.

Ο Ερντογάν δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την οικονομική κατάρρευση, και η εντεινόμενη φτώχεια τροφοδοτεί την αυξανόμενη οργή των μαζών μέρα με τη μέρα. Αν και έχουν υπάρξει ενδείξεις για μια διαδικασία διαλόγου σχετικά με το κουρδικό ζήτημα, δεν έχουν ακόμη ληφθεί συγκεκριμένα μέτρα. Εν τω μεταξύ, όλα τα άλλα χρόνια προβλήματα της Τουρκίας (όπως η τουρκική κατοχή της Κύπρου, οι τουρκοαρμενικές σχέσεις και η λίστα θα μπορούσε να συνεχιστεί) εντείνονται και η πολιτική της πόλωσης, από την οποία ο Ερντογάν επωφελήθηκε από τη δεκαετία του 1990, χάνει σταδιακά την αποτελεσματικότητά της.

Υπάρχουν δύο κύριοι λόγοι για τους οποίους η πολιτική της πόλωσης δεν λειτουργεί πλέον. Πρώτον, το CHP, το οποίο τα τελευταία χρόνια προσπάθησε να αναλάβει την ηγεσία της αντιπολίτευσης, κατάφερε σε κάποιο βαθμό να αποτινάξει την παλιά του ταυτότητα ως κόμμα εχθρικό προς τους μουσουλμάνους και αντίθετο στην αλλαγή. Δεν χρησιμοποιεί πλέον εχθρική γλώσσα εναντίον των θρησκευόμενων. Χάρη στις συμμαχίες που σχηματίστηκαν σε επίπεδο δήμων με τους Κούρδους και άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης, το κόμμα σημείωσε επιτυχία στις τοπικές εκλογές στις οποίες αναδείχτηκαν και μια σειρά εκπροσώπων του κουρδικού κινήματος.

Δεύτερον, για τους κάτω των 25 ετών, η πόλωση του παρελθόντος δεν έχει καμία σημασία. Από τη στιγμή που η νεότερη γενιά απέκτησε πολιτική συνείδηση, το AKP δεν αντιπροσωπεύει τίποτα περισσότερο από αυξανόμενη καταστολή, περιορισμό των ελευθεριών και οικονομική κατάρρευση. Αυτό έχει υπονομεύσει σημαντικά την υποστήριξη του AKP μεταξύ των νέων.

Καθώς όλα αυτά εξελίσσονται, ο Ερντογάν δεν έχει άλλο εργαλείο στη διάθεσή του από την ένταση της καταστολής και του αυταρχισμού. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η υποστήριξή του μειώνεται ραγδαία και ότι πιθανότατα θα έχανε αν γίνονταν εκλογές. Σαν να ήθελε να εξασφαλίσει την ήττα του, ο Ερντογάν συνέλαβε τον ισχυρότερο αντίπαλό του, τον Ιμαμόγλου, με την κατηγορία της διαφθοράς και της υποστήριξης της τρομοκρατίας. Ωστόσο, σχεδόν κανείς δεν πιστεύει ότι ο Ιμάμογλου υποστηρίζει την τρομοκρατία και, ενώ η εμπλοκή του σε υποθέσεις διαφθοράς παραμένει άγνωστη, όλοι γνωρίζουν ότι ο πραγματικός λόγος της σύλληψής του είναι ο ρόλος του ως βασικού πολιτικού αντιπάλου του Ερντογάν.

Αυτό ήταν ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα για τον Ερντογάν. Φυσικά, η σύλληψη του Ιμάμογλου ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε οργή και αντίσταση, αλλά η κλίμακα και η δύναμη της κινητοποίησης ξεπέρασαν κάθε προσδοκία και, προς το παρόν, έχουν αποκρούσει την επίθεση του Ερντογάν.

Η νεολαία και το κίνημα των δρόμων

Λίγες ώρες μετά τη σύλληψη του Ιμάμογλου, παρά την απαγόρευση διαδηλώσεων που εξέδωσε το γραφείο του κυβερνήτη, φοιτητές από πολλά πανεπιστήμια της Κωνσταντινούπολης συγκεντρώθηκαν στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και άρχισαν να διαδηλώνουν. Το πλήθος και η οργή ήταν τεράστια και τα μπλόκα της αστυνομίας ξεπεράστηκαν εύκολα. Ενώ η ηγεσία του CHP δεν είχε ακόμη αποφασίσει πώς θα αντιδράσει και τα τοπικά παραρτήματα του κόμματος παρέμεναν σε κατάσταση αναμονής, οι νέοι αποφάσισαν πώς θα εξελιχθεί η αρχική φάση του αγώνα.

Ενθαρρυμένοι από τους νέους, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους και στις πλατείες. Για μέρες, τα πλήθη που συγκεντρώνονταν μπροστά από το Δημαρχείο της Κωνσταντινούπολης υπολογίζεται ότι έφτασαν τα εκατομμύρια. Δέκα μέρες μετά τη σύλληψη του Ιμάμογλου, πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν σε συγκέντρωση στην Κωνσταντινούπολη. Ξεκίνησαν μποϊκοτάζ στα πανεπιστήμια και μια ευρεία εκστρατεία μποϊκοτάζ εναντίον εταιρειών που έχουν στενές σχέσεις με το AKP. Αν και πολλοί από τους συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις και τις εκστρατείες μποϊκοτάζ είναι υποστηρικτές του CHP, το κίνημα στο σύνολό του υπερβαίνει τα όρια του CHP. Σε αυτές τις δράσεις συμμετέχουν άνθρωποι από πολλά διαφορετικά στρώματα της κοινωνίας που έχουν πληγεί από τον αυταρχισμό και την καταστολή του Ερντογάν και αντιμετωπίζουν τη φτώχεια ως αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής του AKP.

Το CHP ξεκίνησε γρήγορα μια εκστρατεία συλλογής υπογραφών απαιτώντας πρόωρες εκλογές και έχει ήδη συγκεντρώσει περίπου 15 εκατομμύρια υπογραφές. Ο στόχος είναι 28 εκατομμύρια, λίγο περισσότερο από τον αριθμό των ψήφων που έλαβε ο Ερντογάν στις τελευταίες προεδρικές εκλογές. Ακόμα και αν ο στόχος δεν επιτευχθεί, το γεγονός ότι έχουν ήδη συγκεντρωθεί περίπου 15 εκατομμύρια υπογραφές καθιστά πιο δύσκολο για τον Ερντογάν να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές τις οποίες πιθανότατα να τις χάσει αν όντως γίνουν.

Αν και η ηγεσία του CHP προσπαθεί να κρατήσει το κίνημα στους δρόμους σε ένα επίπεδο που μπορεί να ελέγξει, απομακρύνοντας τα πιο μαχητικά στοιχεία του, γνωρίζει επίσης ότι θα χάσει αν το κίνημα υποχωρήσει και γι' αυτό ενεργεί πιο ριζοσπαστικά από το αναμενόμενο. Παρά τον εθνικισμό και το αντικουρδικό κλίμα που επικρατεί στη βάση του κόμματος, η ηγεσία προσπαθεί να χρησιμοποιεί μια γλώσσα που δεν αποκλείει κανέναν.

Ενώ το κίνημα που ξεδιπλώνεται στους δρόμους και στα πανεπιστήμια έχει δημιουργήσει μεγάλες ελπίδες, έχει επίσης φανερώσει μια σειρά από προβλήματα στην τουρκική πολιτική. Παρόλο που πολλές αριστερές οργανώσεις συμμετείχαν στις διαδηλώσεις μπροστά από το δημαρχείο και στη μεγάλη συγκέντρωση που κάλεσε το CHP, η παρουσία τους έμοιαζε περισσότερο με ξένων καλεσμένων σε έναν γάμο. Περιτριγυρισμένοι από μια θάλασσα τουρκικών σημαιών, φαίνονταν αναποτελεσματικοί, παρόντες μόνο για να κουνάνε τις σημαίες τους.

Ο νεοναζισμός, που έχει εξαπλωθεί στη νεολαία, εμφανίστηκε ανοιχτά κατά τη διάρκεια αυτών των διαδηλώσεων. Υπάρχει μια σημαντική ομάδα νέων που χρησιμοποιούν ρατσιστικά σύμβολα, σηκώνουν αντικουρδικά πανό και φωνάζουν ρατσιστικά συνθήματα. Η μακροχρόνια αποτυχία της Αριστεράς να οργανώσει μια ισχυρή αντίσταση ενάντια στον αυξανόμενο εθνικισμό και την αντιμεταναστευτική ρητορική έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αυτό.

Το Κόμμα DEM, ο σημερινός πολιτικός βραχίονας του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος, αντιτίθεται στη σύλληψη του Ιμάμογλου, καταδικάζοντας την καταστολή ως επιζήμια για τη δημοκρατία και την ειρηνευτική διαδικασία. Αν και δεν εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς, είναι παρόντες στις διαδηλώσεις. Ένας λόγος για την περιορισμένη κινητοποίηση του κουρδικού κινήματος μπορεί να είναι η παρουσία εθνικιστικών και αντικουρδικών στοιχείων στο ευρύτερο κίνημα.

Παρά τα μειονεκτήματά του, αυτό το κίνημα γεννάει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον. Ενώ τα συνδικάτα έχουν μέχρις στιγμή περιορισμένη συμμετοχή στο κίνημα, τώρα συζητείται ευρέως η διεξαγωγή γενικής απεργίας. Αν κηρυχθεί γενική απεργία, οι συνέπειες αυτού του κινήματος θα μπορούσαν να ξεπεράσουν κάθε προσδοκία.

Παρά την αδυναμία τους, διάφορες συνιστώσες της Αριστεράς έχουν ενωθεί για να οργανώσουν έναν ενιαίο αγώνα ενάντια στον ρατσισμό στους δρόμους. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα. Το καθήκον της Αριστεράς τώρα είναι να ενταχθεί με όλες τις δυνάμεις της σε αυτό το κίνημα, να οργανώσει ενιαία αντίσταση ενάντια στα ρατσιστικά στοιχεία που υπάρχουν μέσα σε αυτό, να διασφαλίσει ότι το κίνημα δεν θα περιοριστεί σε μποϊκοτάζ και εκστρατείες συλλογής υπογραφών, να υποστηρίξει την ανάγκη μιας γενικής απεργίας και να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη της νεολαίας τόσο στους δρόμους όσο και στα πανεπιστήμια.

Κλείνοντας με το σύνθημα στους δρόμους που ακούγεται συχνότερα στις διαδηλώσεις: «Αυτό είναι μόνο η αρχή. Ο αγώνας συνεχίζεται!».