Άρθρο
Χωρίς "ΔΗΚΕΟΣΙΝΗ" δεν υπάρχει ειρήνη

Πρωτομαγιά 2025, Αθήνα

Ο κόσμος απαιτεί Δικαιοσύνη, αλλά οι θεσμοί δεν ανταποκρίνονται.
Ο Ευκλείδης Μακρόγλου εξηγεί γιατί η πάλη των εργατών για δικαιοσύνη είναι αλληλένδετη με τον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού.

 

Τους τελευταίους μήνες και υπό το βάρος του μαζικού ξεσηκωμού για Δικαιοσύνη για το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη, γινόμαστε μάρτυρες μιας πρωτοφανούς καθίζησης της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στη δικαστική εξουσία. Στην ετήσια έκθεση της Public Issue,1 το 74% δηλώνει ότι μάλλον δεν εμπιστεύεται «Δικαιοσύνη & δικαστές». Είναι η πρώτη φορά στις σχετικές μετρήσεις που το ποσοστό αναξιοπιστίας της δικαστικής εξουσίας αγγίζει το αντίστοιχο ποσοστό αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος εν γένει. 

Η βαθιά κρίση της ΝΔ στον έκτο χρόνο διακυβέρνησής της, μετατρέπεται σε κρίση του πολιτικού συστήματος συνολικά (λόγω και της προϋπάρχουσας κρίσης και εσωστρέφειας που ταλανίζει ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ). Όσο διαρκεί αυτή, τα κρισιακά φαινόμενα φτάνουν να επηρεάζουν και τους υπόλοιπους θεσμούς, με κύριο αυτόν της δικαστικής εξουσίας. Αυτή η διαδικασία επιταχύνεται εξαιτίας της εκστρατείας συγκάλυψης του εγκλήματος στα Τέμπη από την κυβέρνηση, η οποία περιλαμβάνει (χωρίς να εξαντλείται σε) ευθείες παρεμβάσεις στη δικαστική εξουσία. Από την άλλη πλευρά, το τελευταίο διάστημα, εκπρόσωποι των κορυφών της δικαστικής ιεραρχίας προβαίνουν σε διάφορες (κυρίως επικοινωνιακές) κινήσεις με σταθερά φιλοκυβερνητικό πρόσημο.2 Και επιβαρύνεται από την ίδια την εξόφθαλμη και εξοργιστική αποτυχία της δικαστικής εξουσίας να επιτελέσει τον θεσμικό ρόλο της, στη συγκεκριμένη περίπτωση να οργανώσει τη διερεύνηση των αιτιών του εγκλήματος στα Τέμπη και να φτάσει στην απαγγελία κατηγοριών αντίστοιχων του εγκλήματος σε όλους όσους επέτρεψαν δύο τρένα να βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης επί 12 λεπτά.

Το ρεφρέν της κυβέρνησης είναι “μην πυροβολείτε τη Δικαιοσύνη” γιατί μας οδηγείτε σε κοινωνική ζούγκλα (Μητσοτάκης) και εμφύλιο (Φλωρίδης).3 Η απάντηση του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, είναι η “ανάληψη πρωτοβουλιών για την αποκατάσταση του κύρους των θεσμών”. Στους 10+1 άξονες που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ “για να ανοίξει ο διάλογος των προοδευτικών δυνάμεων” περιλαμβάνεται ξεχωριστός άξονας για τη “Δικαιοσύνη”, με κεντρικό σύνθημα τη “διάρρηξη του ομφάλιου λώρου της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας”, αλλά και πρόταση στον άξονα “Συνταγματική Αναθεώρηση” για “Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, αλλαγή στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης”, σύνθημα που άλλωστε έχει στην προμετωπίδα του και το ΠΑΣΟΚ. Σε απάντηση, αυτές τις μέρες, η ΝΔ έθεσε σε διαβούλευση νομοσχέδιο που απονέμει γνωμοδοτική (και όχι, βέβαια, αποφασιστική) αρμοδιότητα στις διοικητικές Ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων σχετικά με την επιλογή των δικαστών που θα στελεχώσουν την ηγεσία τους.

Ανοίγει σε αυτές τις συνθήκες με ένταση το ζήτημα του θεωρητικού και πρακτικού προσανατολισμού της Αριστεράς, και ιδιαίτερα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής, γύρω από το ζήτημα της δικαστικής εξουσίας.

Δικαιοσύνη και Δικαστική Εξουσία

Αρχικά, χρειάζεται επιμονή στην ορολογία: η σύγχυση της δικαστικής εξουσίας με το ζητούμενο της δικαιοσύνης, έχει σαφές ιδεολογικό πρόσημο και λειτουργία,4 οδηγώντας κάποτε σε τραγελαφικά αποτελέσματα, όπως το να δηλώνουν κατά συντριπτικό ποσοστό οι διαδηλωτές της 28/2/2025 ότι διαδήλωσαν για δικαιοσύνη, ενώ σε άλλη ερώτηση της ίδιας δημοσκόπησης να δηλώνουν ότι δεν εμπιστεύονται τη “δικαιοσύνη”. Αυτό το παράδειγμα δείχνει ότι η συζήτηση για τη δικαιοσύνη παρουσιάζει έναν “δυϊσμό” που δημιουργεί ένα “πεδίο ατελείωτων αντινομιών και απίστευτων συγχύσεων”, καθώς εμφανίζεται ταυτόχρονα ως συνώνυμο της επίσημης κρατικής εξουσίας (και του μονοπώλιου της κρατικής βίας) και ως σύνθημα κοινωνικής διεκδίκησης.5

Για να επιχειρήσουμε έναν πρώτο διαχωρισμό λοιπόν, η δικαστική εξουσία, είναι μία από τις τρεις εξουσίες (μαζί με τη νομοθετική και την εκτελεστική) που αναλαμβάνει να οργανώσει η αδιαίρετη κρατική εξουσία. Ο αδιαίρετος χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας δεν τεκμηριώνεται μόνον από τη μαρξιστική αντιμετώπιση του κρατικού φαινομένου στον καπιταλισμό,6 αλλά και από τη διατύπωση του άρθρου 26 του ελληνικού Συντάγματος καθώς και από την εγχώρια συνταγματική θεωρία ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα.

Γυρνώντας λοιπόν στην πολιτική επικαιρότητα, το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί εν προκειμένω, είναι τι θα άλλαζε αν οι ηγεσίες των ανώτατων δικαστηρίων πράγματι επιλέγονταν από τους κόλπους των δικαστών (χωρίς εμπλοκή της κυβέρνησης και του υπουργικού συμβουλίου), ως προς την ίδια τη λειτουργία του δικαιοδοτικού θεσμού. Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σωστά τονίζει σε πρόσφατη ανακοίνωσή της7 ότι «Το έγκλημα των Τεμπών, το ναυάγιο της Πύλου και το σκάνδαλο των υποκλοπών», υποθέσεις που χαρακτηρίστηκαν από κυβερνητικές παρεμβάσεις στη δικαστική εξουσία και τις Ανεξάρτητες Αρχές, «αποτελούν μόνον την κορυφή του παγόβουνου (…) μιας προκλητικής στάσης των δικαστικών αρχών (…) [η οποία] έχει εκθρέψει τη γενικότερη εντύπωση, που αποτυπώνεται πλέον δημοσκοπικά με κραυγαλέο τρόπο, ότι τα δικαστήρια –κατ’ εξοχήν σε ανώτατο επίπεδο αλλά όχι μόνο– συντονίζονται με την εκτελεστική εξουσία σε σημείο μάλιστα που να αποβλέπουν συστηματικά στη συγκάλυψη των ευθυνών της, πολιτικών και ποινικών».

Είναι γεγονός ότι η αναξιοπιστία της δικαστικής εξουσίας φανερώνεται με αιχμές τις περιπτώσεις κρατικών εγκλημάτων (που εμπλέκουν ανώτερα κυβερνητικά στελέχη), ακριβώς επειδή σε αυτές τις περιπτώσεις φανερώνεται ο ρόλος της ως ιδιαίτερου παραρτήματος του ευρύτερου κρατικού μηχανισμού. Η ΕλΕΔΑ έχει δίκιο όταν επεκτείνει την κριτική της σε αυτό που αποτελεί συνολικότερο κοινωνικό βίωμα για τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στη χώρα: «διεκπεραιωτική αδιαφορία για τους αδυνάτους και “στραβά μάτια” για τους ισχυρούς, κυβερνήτες και ιδιώτες». Παρ’ όλα αυτά, καταλήγει τελικά να επικεντρώνεται στο αίτημα για αλλαγή του τρόπου επιλογής της (διοικητικής) ηγεσίας του δικαστικού σώματος και θεσμικούς μηχανισμούς ελέγχου της δικαστικής εξουσίας.

Στην πραγματικότητα, η συζήτηση που ανοίγει είναι αυτή των αυταρχικών μεταμορφώσεων του αστικού κράτους σε περίοδο πολύπλευρης κρίσης, που οδηγεί την ρεφορμιστική Αριστερά διεθνώς στην υιοθέτηση προταγμάτων επαναφοράς/ενίσχυσης ενός συστήματος ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances) που θα αποτρέπει την ανάδυση νέων “βοναπαρτισμών” (ή “τραμπισμών” και “ορμπανισμών” σήμερα), αναπαράγοντας τελικά τις παραδοσιακές φιλελεύθερες “λύσεις”. Πράγματι, έχουμε αναλύσει στο παρελθόν8 πως η καπιταλιστική πολυκρίση γεννά δομικά αδιέξοδα για τους από πάνω. Όπως και στο παρελθόν, η δυναμική παραμένει η ίδια: ξανά και ξανά «όσο πιο ασταθής γινόταν η κυριαρχία της αστικής τάξης… τόσο πιο γρήγορα το “κράτος δικαίου” μεταβλήθηκε σε άυλη σκιά μέχρι που στο τέλος το εξαιρετικό βάρος της ταξικής πάλης πιέζει την αστική τάξη να πετάξει εντελώς τη μάσκα του κράτους δικαίου και να αποκαλύψει την ουσία της κρατικής εξουσίας σαν οργανωμένη βία μιας κοινωνικής τάξης πάνω στις άλλες».9

Ξανά και ξανά όμως, η τακτική της ρεφορμιστικής Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, βάζει σαν στόχο τον σταδιακό (επαν-)εκδημοκρατισμό του αστικού κράτους με μοχλό τις μεταρρυθμίσεις. Σήμερα ειδικά, επιδιώκει στην πραγματικότητα την επιστροφή σε μία καπιταλιστική “κανονικότητα” που η ίδια η πολυκρίση ολοένα και καθιστά αδύνατη. Ειρωνικά, κομμάτι αυτής της τακτικής είναι πλέον και η αποδοχή της “κανονικότητας” του νεοφιλελεύθερου δόγματος ΤΙΝΑ και των πολιτικών λιτότητας που τροφοδοτούν εκ νέου την πολιτική κρίση, την άνοδο της ακροδεξιάς και την ροπή των κρατών προς τον αυταρχισμό, ενώ ρίχνουν την Αριστερά σε ανυποληψία. 

Το Δίκαιο και η Δικαιοσύνη στον καπιταλισμό

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς απαντούσαν σε παρόμοιες “φιλελεύθερες” αντιμετωπίσεις (από τους “αστούς δημοκράτες” τότε) στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Μη λογομαχείτε όμως μαζί μας, αναμετρώντας την κατάργηση της αστικής ιδιοκτησίας με τις αστικές σας αντιλήψεις για ελευθερία, μόρφωση, δίκαιο κλπ. Οι ίδιες οι ιδέες σας είναι προϊόντα των αστικών σχέσεων παραγωγής και ιδιοκτησίας, όπως και το δίκαιό σας είναι η θέληση της τάξης σας που αναγορεύτηκε σε νόμο, θέληση που το περιεχόμενό της καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης της τάξης σας».10

Στο βιβλίο «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», ο Μαρξ εξηγεί περαιτέρω αυτήν τη βασική ιδέα: «Κατά τη διαδικασία της παραγωγής του κοινωνικού προϊόντος, της ανταλλαγής και της διανομής των υλικών αγαθών ανάμεσα στους ανθρώπους αναπτύσσονται υλικές αντικειμενικές σχέσεις, σχέσεις παραγωγής, σχέσεις κοινωνικές αντικειμενικές, ανεξάρτητες από τη συνείδηση. Το σύνολο των σχέσεων παραγωγής αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, την υλική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και που σε αυτήν αντιστοιχούν ορισμένες πάλι μορφές κοινωνικής συνείδησης».11

Στο πλαίσιο του σχήματος “βάση – εποικοδόμημα”, το δίκαιο (το νομικό “εποικοδόμημα”) δεν υπάρχει έξω από την ιστορία και ανεξάρτητα από την υλική βάση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά ορθώνεται, διαμορφώνεται και οριοθετείται από αυτήν. Για παράδειγμα, η γενική αρχή της τυπικής ισότητας στον καπιταλισμό, αποτελεί ταυτόχρονα τη βάση του αστικού δικαίου (που με τη σειρά του θωρακίζει ιδεολογικά και νομιμοποιεί κοινωνικά το σύστημα, αποκρύπτοντας τον εκμεταλλευτικό του χαρακτήρα), πηγή ουσιαστικής ανισότητας (αφού εξισώνει ανόμοιες καταστάσεις και αξιοποιείται έτσι για την αναπαραγωγή του συστήματος), αλλά και προϋπόθεση για την ίδια τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς που απαιτεί την “ελεύθερη” συνάντηση δύο “εμπόρων” που ανταλλάσσουν εμπορεύματα (περιλαμβανομένης και της εργασίας).

Αυτή την κεντρική ιδέα αναπτύσσει ο σοβιετικός νομικός Εβγκένι Πασουκάνις (1891-1937) στο έργο του «Μαρξισμός και Δίκαιο», ισχυριζόμενος ότι η σύμβαση, η ανταλλακτική πράξη, δεν έχει μόνο κεντρική σημασία για την πολιτική οικονομία, αλλά αποτελεί στην πραγματικότητα κεντρική έννοια του δικαίου στον καπιταλισμό, γύρω από την οποία αρθρώνεται το νομικό σύστημα. Για τη διασφάλιση της λειτουργίας της σύμβασης, απαιτείται ένα τρίτο στοιχείο που να παρέχει την εγγύηση ότι η αυτή θα εκτελεστεί, και αυτό είναι το κράτος με την νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική του λειτουργία. Αυτό το σχήμα δεν περιορίζεται μόνο στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αλλά και στο ίδιο το ποινικό δίκαιο.12 Η ποινή που επιβάλλεται τελικά είναι «αξεχώριστη από την γενική μορφή της σύμβασης»13, πρέπει να είναι «ίση ποινή για ίση ενοχή», ενώ η στέρηση της ελευθερίας (φυλάκιση) βασίζεται τελικά «στην ανθρώπινη εργασία που μετριέται με το χρόνο».14

Με λίγα λόγια, οι θεσμοί της αστικής “Δικαιοσύνης” αντιστοιχούν στο παραγωγικό μοντέλο του καπιταλισμού: η Θέμιδα δανείζεται από τον έμπορο τη ζυγαριά για να αποδώσει δίκαιο και σηκώνει στο άλλο χέρι το σπαθί, ως διαρκή υπόμνηση ότι οι κανόνες της οικονομίας της αγοράς θα συνεχίσουν να ισχύουν ακόμα και με τη βία. Η σύνδεση όμως αυτή καθιστά την ίδια την αστική δικαιοσύνη έννοια ιστορικά προσδιορισμένη, και γι’ αυτό και «με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται, αργά ή γρήγορα, ολόκληρο το τεράστιο οικοδόμημα»·15 ώστε τελικά να «ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και (να) γράψει η κοινωνία στη σημαία της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!».16 Ήδη, ο προσανατολισμός για τον μαρξισμό δεν είναι ένα δίκαιο που να ανταποκρίνεται σε κάποια ηθική –ανιστορική– ιδέα του δικαίου, αλλά μία άλλη κοινωνία όπου οι έννοιες της δημοκρατίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης απελευθερώνονται από τα στενά πλαίσια της αστικής ιδεολογίας, μαζί με ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Το “νομικό εποικοδόμημα” ως πεδίο αγώνων

Αυτό βέβαια καθόλου δεν σημαίνει ότι το πεδίο του νομικού εποικοδομήματος (όπως και του εποικοδομήματος συνολικότερα), είναι αδιάφορο για την εργατική τάξη. Πράγματι, η εργατική τάξη έχει δώσει και συνεχίζει να δίνει μάχες εδώ και τώρα, όχι μόνο για να οργανώσει την αντίστασή της απέναντι στο σύστημα, αλλά και για να διεκδικήσει, να θεμελιώσει και να υπερασπιστεί δικαιώματα και ελευθερίες, που την φέρνουν σε καλύτερη θέση για να συνεχίσει τον αγώνα της. Αντίθετα με τις μηχανιστικές στρεβλώσεις του σχήματος βάση-εποικοδόμημα, που αντιμετωπίζουν λίγο-πολύ το εποικοδόμημα ως παθητικό αποτέλεσμα της οικονομικής βάσης που είναι η κυρίαρχη, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ανάμεσα στη βάση και το εποικοδόμημα υπάρχει συνεχής και αμοιβαία αλληλεπίδραση.

Και μάλιστα, ολόκληρη η παγκόσμια ιστορία του εργατικού κινήματος περιλαμβάνει τέτοιους μεγάλους ή μικρότερους σταθμούς νικών και κατακτήσεων που θέτουν όρια στον τρόπο που μπορεί να αναπτύσσεται το οικονομικό φαινόμενο, σε πολιτικό αλλά και σε νομικό επίπεδο. Η κατάκτηση του καθολικού δικαιώματος ψήφου για τους εργάτες και τις γυναίκες, η κατοχύρωση της εργατικής νομοθεσίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι κορυφαία τέτοια παραδείγματα. Όπως τόνιζε ο Ένγκελς, «η οικονομική κατάσταση αποτελεί τη βάση, ωστόσο, τα ποικίλα στοιχεία του εποικοδομήματος –οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και η έκβασή τους, όπως οι θεσμοί που καθιερώνονται από τις νικήτριες τάξεις μετά από μια νικηφόρα μάχη κλπ, οι νομικές μορφές, ακόμα και οι αντανακλάσεις των πραγματικών αγώνων στα μυαλά όσων συμμετείχαν σ’ αυτούς (...)– με τη σειρά τους εξασκούν επιρροή στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις υπερτερούν στον καθορισμό της μορφής τους».17

Έτσι, η μάχη για πραγματική “Δικαιοσύνη”, σε αυτό το πλαίσιο, δεν έχει ούτε ιδεαλιστικό ούτε και ηθικό χαρακτήρα, αλλά αντίθετα είναι (και αποδεικνύεται το τελευταίο διάστημα), κόμβος για την εργατική αντίσταση, μέσα από τον οποίο ξεδιπλώνεται όλο το φάσμα των διεκδικήσεων απέναντι σε ένα σύστημα σε βαθιά σήψη, με προοπτική τη συνολική απελευθέρωση.

Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στους θεσμούς που νομιμοποιούν την εκμετάλλευση και την καταπίεση μόνο αδιάφορη δεν μπορεί να είναι για την Αριστερά. Το ζήτημα είναι αν υποδέχεται αυτή τη νέα συνθήκη ως ένα σύμπτωμα βαθύτερων διεργασιών απεμπλοκής της κοινωνικής βάσης από την καπιταλιστική ορθοδοξία (ιδεολογικά και πολιτικά), ή την αντιμετωπίζει φοβικά και αμυντικά, με στόχο την αποκατάσταση της ομαλότητας μέσω της (επανα)λειτουργίας της δικαιοσύνης και των υπόλοιπων “θεσμών”.

Αυτονομείται η Δικαιοσύνη στον καπιταλισμό;

Τέτοιες προσεγγίσεις στους κόλπους της Αριστεράς βρίσκουν θεωρητική θεμελίωση στην αντιμετώπιση του δικαιϊκού φαινομένου ως πεδίου αυτονομημένου από την οικονομική βάση, σε ένα σχήμα όπου η οικονομία επηρεάζει τον νόμο και την εφαρμογή του μόνο όσο ο νόμος και η διαδικασία εφαρμογής του το επιτρέπουν.18 Ένα τέτοιο σχήμα προϋποθέτει (α) ότι οι νόμοι δεν αλλάζουν κατά το δοκούν (από τη νομοθετική εξουσία), ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει άμεσος οικονομικός αντίκτυπος και (β) ότι οι νόμοι εφαρμόζονται απαρέγκλιτα σε κάθε περίπτωση (από την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία), ότι δηλαδή η κρατική εξουσία συνολικά δεν ελέγχεται από την άρχουσα τάξη αλλά ασκείται τελικά από ένα κράτος είτε ως “(ουδέτερη) αυτόνομη εξουσία ξέχωρη από την κοινωνία” είτε ως “συμπύκνωση του συσχετισμού δυνάμεων”.19 Κατ’ αποτέλεσμα, θα έπρεπε “να έχουμε εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη” που ασκείται από ένα κράτος ουδέτερο και να περιοριστούμε σε αιτήματα ενίσχυσης της ανεξαρτησίας της.

Ακόμα και αν δεχθεί κανείς ότι κατά τη διαδικασία της δίκης προκύπτει μία σχετική έστω αυτονόμηση του δικαιϊκού πεδίου από το οικονομικό,20 το δίκαιο (δηλαδή οι νόμοι που επιλέγει το αστικό κράτος να νομοθετήσει) δεν παύει να απονέμεται από την “κάστα” των δικαστών, των οποίων οι “εγγυήσεις ανεξαρτησίας” έρχονται κατά βάση να επισκιάσουν τις πολύ πραγματικές (ιδεολογικές, πολιτικές ή και άλλες) σχέσεις εξάρτησής τους με τους καπιταλιστές και το κράτος τους.21 Ούτε δηλαδή η λεγόμενη “προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών”, ούτε κάποια αφηρημένη “αυτονομία” της δικαστικής διαδικασίας, δεν διασφαλίζει γενικά μια “δίκαιη” απόφαση, ακόμα και υπό τους όρους της αστικής ισοτιμίας του εγκλήματος και της ενοχής με την ποινή.22

Ο κεντρικός ρόλος των κοινωνικών αγώνων

Σε τελική ανάλυση, σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης, η απονομή δικαιοσύνης φαίνεται να εξαρτάται όλο και περισσότερο από τα θέλω της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, την ίδια στιγμή που το ασύδοτο κυνήγι του κέρδους προκαλεί (ξανά) μαζικά εγκλήματα. Αυτή είναι η πηγή και το κέντρο του κοινωνικού ξεσηκωμού εκατομμυρίων ανθρώπων που διαδηλώνουν για Δικαιοσύνη. Το γεγονός ότι σε αυτές τις συνθήκες, όλες οι φιλελεύθερες νομικές κατακτήσεις που συνόδευσαν το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αλλά και οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης έκτοτε, αμφισβητούνται ακριβώς για να μπει φρένο σε κάθε πιθανότητα πολιτικών αλλαγών και κοινωνικών προχωρημάτων, αποτελεί κάλεσμα σε αγώνα για την Αριστερά και την εργατική τάξη, προκειμένου να υπερασπιστεί και να διευρύνει αυτές τις κατακτήσεις. Όχι μόνο γιατί η νέα κατάσταση σημαίνει νέες απειλές και επιθέσεις σε βάρος της ίδιας της εργατικής τάξης και της δυνατότητάς της να οργανώνει τις αντιστάσεις της, αλλά γιατί φανερώνει τις δομικές αδυναμίες και αντιφάσεις της εξουσίας των καπιταλιστών που ανοίγουν νέες δυνατότητες υπό συνθήκες μειωμένης κοινωνικής συναίνεσης.

Σε αυτόν τον αγώνα, αντιλήψεις που είτε αντιμετωπίζουν τη δικαστική εξουσία και το νομικό εποικοδόμημα συνολικά ως απλή αντανάκλαση της οικονομίας της αγοράς, και άρα υποβαθμίζουν (ή και παραιτούνται από) τις δυνατότητες παρέμβασης σε αυτό το πεδίο, είτε ομνύουν στην αυτονομία της “Δικαιοσύνης” από την καπιταλιστική οικονομία, καταλήγοντας ότι αρκούν διαφορετικές, (ακόμα και σημειακές) παρεμβάσεις για την αποκατάσταση κάποιων “άδικων” ή “προβληματικών” στρεβλώσεων, χαρίζουν πολύτιμα περιθώρια κινήσεων στην άρχουσα τάξη στην προσπάθειά της να περιορίσει την κρίση, ενώ οριοθετούν στενά κάθε δυνατότητα προχωρημάτων της εργατικής τάξης.

Αντίθετα: η μάχη για δικαιοσύνη, για την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών στο σημερινό πεδίο του “βασιλείου της ανάγκης”, μαζί με τη σύνδεση αυτών των πολιτικών μαχών με τις οικονομικές μάχες και τις αντιστάσεις που γεννά το άπλωμα της πολυκρίσης, ανοίγει όχι μόνο τη συζήτηση αλλά και τον ίδιο τον αγώνα για να απαλλαγούμε από το σύστημα που οργανώνει την εκμετάλλευση και την καταπίεση κάτω από το λεπτό στρώμα του “δικαίου”.

 

 

Σημειώσεις

1 Έρευνα Μαρτίου 2025, Διαθέσιμη εδώ: https://www.publicissue.gr/institutions-2025/ .

2. Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωση που εξέδωσε πέρσι η διοικητική ολομέλεια του ΑΠ για να απαντήσει στην κριτική του Ευρωκοινοβουλίου για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, η ανακοίνωση της προέδρου του ΑΠ (που συνοδεύτηκε από δελτίο τύπου του ΑΠ) που απαντούσε σε ισχυρισμούς των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών, αλλά και η κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος δικαστών επειδή δεν αποφάσισαν την προσωρινή κράτηση κατηγορουμένων κλπ.

3. Αυτό δεν την εμποδίζει, βέβαια, να στοχοποιεί συνδικαλιστικούς φορείς δικαστών, όπως η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, που επικρίνουν κατά καιρούς αυθαιρεσίες της κυβέρνησης.

4. Όπως ορθά και κατ’ επανάληψη επισημαίνει ο Κώστας Παπαδάκης (και σε πρόσφατο άρθρο του, διαθέσιμο εδώ https://thepressproject.gr/tebi-kai-koinonia-dikaiosyni-gia-poion-giati-o-kosmos-den-echei-ebistosyni-sti-dikaiosyni/) «η ίδια η ταύτιση ενός ηθικού και, κατά μία έννοια, ιδεαλιστικού όρου (της δικαιοσύνης), με τον φορέα ο οποίος καλείται να τον υλοποιήσει, δηλαδή με την δικαστική εξουσία, αποτελεί την αρχή της στρέβλωσης».

5. βλ. Εβγκένι Πασουκάνις, «Μαρξισμός και Δίκαιο» (εκδ. Εργατική Πάλη 2017), σελ. 105.

6. «Σε αντίθεση με το μύθο της διάκρισης των εξουσιών, η μαρξιστική θεωρία αντιμετωπίζει την κρατική εξουσία ως μια σύνθετη ενότητα. Για την προστασία του γενικού συμφέροντος της άρχουσας τάξης χρειάζονται κατασταλτικοί μηχανισμοί που επιβάλλουν την υποταγή των κυριαρχούμενων τάξεων (αστυνομία, φυλακές, δικαστήρια, στρατός κλπ). Ταυτόχρονα, χρειάζονται μηχανισμοί ενσωμάτωσης των κυριαρχούμενων τάξεων ώστε η διαμαρτυρία τους να εκτονώνεται πριν μεταβληθεί σε σύγκρουση με το ίδιο το σύστημα (σχολείο, Εκκλησία, κόμματα κλπ). Η κατασταλτική και η ιδεολογική λειτουργία του κράτους αλληλοσυμπληρώνονται. Όσο πιο αποτελεσματικό είναι το βελούδινο πέπλο της ιδεολογικής χειραγώγησης, τόσο πιο αχρείαστη είναι η σιδερένια γροθιά της καταστολής». Μπάμπης Κουρουνδής, «Κράτος και Αριστερά», ΣΑΚ 108.

7. Στη δημοκρατία, όλοι οι κριτές κρίνονται – Ένα κείμενο για την αξιοπιστία της Ελληνικής Δικαιοσύνης, διαθέσιμο σε https://www.hlhr.gr/greek-justice-system-tempi-democracy/

8. βλ. και Ευκλείδη Μακρόγλου, «Δημοκρατία, κράτος και πλούτος», ΣΑΚ 145.

9. Πασουκάνις, ό.π. σελ. 161-162.

10. Μαρξ-Ένγκελς, «Μανιφέστο του Kομμουνιστικού Kόμματος» (εκδ. Νεφέλη 2002) σελ. 65-66.

11. Κ. Μαρξ, «Κριτική της πολιτικής οικονομίας» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή 2016) σελ. 19.

12. Το οποίο στα χέρια της αστικής τάξης «δεν είναι παρά παράρτημα του αστυνομικού μηχανισμού…η ποινική δικαιοδοσία του αστικού κράτους είναι οργανωμένη ταξική τρομοκρατία που δεν ξεχωρίζει από τα λεγόμενα έκτακτα μέτρα που χρησιμοποιούνται στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου παρά μόνο στο βαθμό της οξύτητας» Πασουκάνις, ό.π. σελ. 186-187.

13. ό.π., σελ. 190: «Ο δημόσιος κατήγορος απαιτεί, όπως ταιριάζει σε ένα “μέρος”, “υψηλή τιμή”, δηλαδή αυστηρή ποινή. Ο κατηγορούμενος επιδιώκει επιείκεια, “έκπτωση” και το δικαστήριο αποφαίνεται “εν πάση δικαιοσύνη”».

14. ό.π. σελ. 194-195: «η αντίφαση μεταξύ των λογικών σκοπών της προστασίας της κοινωνίας και της αναμόρφωσης του εγκληματία και της αρχής της ισότιμης αποζημίωσης… (υπάρχει) στη δομή της ίδιας της κοινωνίας… το κέντρο βαρύτητας της ποινικής δίκης βρίσκεται ...(σ)τη στιγμή που απαγγέλλεται η απόφαση».

15. Κ. Μαρξ, «Κριτική της πολιτικής οικονομίας» ό.π., σελ. 19-20.

16. Κ. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή 2015), σελ. 23.

17. Επιστολή Ένγκελς σε Μπλοχ, παρατίθεται σε Κ. Χάρμαν, «Βάση και Εποικοδόμημα» (εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2009) σελ. 13-14.

18. Ο Πουλαντζάς διαφωνεί με την «“υποταγή” του νομικού επιπέδου στο οικονομικό στοιχείο» που κατά την άποψή του επιχειρεί ο Πασουκάνις και προτάσσει ένα σχήμα αυτόνομων δομών (οικονομικής, νομικής κλπ) που συνθέτουν την όλη κοινωνική δομή: «το νομικό στοιχείο (...) καθορίζει τα όρια του οικονομικού στο εσωτερικό μιας συνολικής δομής, όπου το οικονομικό στοιχείο δεν εκδηλώνεται ως κυρίαρχο, παρά σε τελική ανάλυση». Βλ. Ν. Πουλαντζας, «Σχετικά με τη μαρξιστική θεωρία του δικαίου» Σύγχρονα θέματα 31 (1987), σελ. 76-86.

19. Για τη σχετική συζήτηση κάνουμε αναλυτικότερα λόγο σε προηγούμενα άρθρα αυτού του περιοδικού, βλ. π.χ. Ευκλείδη Μακρόγλου, «Η επαναστατική στρατηγική και το κράτος», ΣΑΚ 136.

20. Για τον Πασουκάνις «το δικαστήριο, ακόμη και στην πλέον πρωτόγονη μορφή του, παριστά κατεξοχήν το νομικό εποικοδόμημα. Με τη δικαστική διαδικασία το νομικό στοιχείο χωρίζεται από την οικονομία και δρα αυτόνομα» (ό.π. σελ. 102). Η δικαστηριακή πρακτική και οι αντίστοιχες έρευνες βέβαια προδίδουν ότι η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, όχι μόνο γιατί η τυπική “ισότητα των όπλων” ενώπιον του δικαστή συγκαλύπτει πραγματικές ταξικές και άλλες ανισότητες, αλλά και επειδή το δικονομικό σύστημα είναι έτσι δομημένο ώστε να αποτρέπει τα ασθενέστερα στρώματα (ή τους διοικούμενους εν γένει, αν μιλάμε για αντιδικίες ιδιωτών με το κράτος) από την ίδια την πρόσβαση στη διαδικασία και την διατήρηση αυτής μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης.

21. Για την υποταγή της εφαρμογής της νομοθετικής ρύθμισης στην “ομαλή” κίνηση της οικονομίας μέσα από τη δικαιοδοτική λειτουργία, δεν απαιτείται καν κάποιος δεδομένος σύνδεσμος εξάρτησης: Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόφαση 1/2023 της ολομέλειας του Αρείου Πάγου που συγκροτήθηκε σε χρόνο ρεκόρ αποφασίζοντας (κατά πλειοψηφία) ότι τα τραπεζικά funds μπορούν ταυτόχρονα να αποφεύγουν την φορολόγησή τους (με το νέο νομοθετικό πλαίσιο) αλλά και τις δικονομικές τους υποχρεώσεις (με το παλιό νομοθετικό πλαίσιο). Βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου ήταν η αποφυγή σοβαρών οικονομικών συνεπειών για τα funds (εν προκειμένω κρινόταν η ακυρότητα ή μη χιλιάδων πλειστηριασμών κατοικιών).

22. Από τα πολλά παραδείγματα που μας έρχονται στο νου, νομίζουμε χαρακτηριστικότερο πρόσφατο σχετικά αποτέλεσε η αθωωτική εισαγγελική πρόταση για την ηγεσία της Χ.Α. σε πρώτο βαθμό, παρότι η περίπτωσή της ήταν ιδεοτυπική για την υπαγωγή της στην έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, όπως αναδείχθηκε από την αποδεικτική διαδικασία και επικυρώθηκε τελικά με την καταδικαστική απόφαση.