Άρθρο
Η επαναστατική κληρονομιά του Τρότσκι

Ο Τρότσκι με τον Λένιν ανάμεσα σε αντιπροσώπους σε Συνέδριο των Μπολσεβίκων.

Θεωρητικός της “Διαρκούς Επανάστασης”, πρωταγωνιστής του “Κόκκινου Οκτώβρη”, πρωτοπόρος στην κριτική της σταλινικής αντεπανάστασης, ο Λέων Τρότσκι προσφέρει πλούτο στην επαναστατική Αριστερά, όπως εξηγεί ο Κώστας Πίττας.

 

Πριν από 85 χρόνια, στις 20 Αυγούστου του 1940, ο Λέον Τρότσκι δολοφονήθηκε από ένα πράκτορα της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν στην Πόλη του Μεξικό όπου βρισκόταν εξόριστος. Στα προηγούμενα χρόνια ο Τρότσκι είχε δει την οικογένειά του, τους φίλους και συντρόφους του να χάνονται από τα δολοφονικά χτυπήματα του Στάλιν ενώ ο ίδιος έγινε στόχος ατέλειωτων συκοφαντιών από τους σταλινικούς προπαγανδιστικούς μηχανισμούς. Οι στενοί συνεργάτες του Τρότσκι στα χρόνια της Ρώσικης επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου επίσης συνελήφθησαν, εκτελέστηκαν ή «αυτοκτόνησαν». Χιλιάδες επαναστάτες/τριες που είχαν ενταχθεί κατά καιρούς στην Αριστερή Αντιπολίτευση μέσα στην Ρωσία, εξορίστηκαν και εκτελέστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία. 

Ο Στάλιν εξόρισε τον Τρότσκι το 1928 στην Άλμα-Άτα του τότε Σοβιετικού Τουρκεστάν και τον Φλεβάρη του 1929 το πολιτικό γραφείο του ρώσικου κομμουνιστικού κόμματος αποφάσισε να τον απελάσει στην Τουρκία.

Τα επόμενα χρόνια ο Τρότσκι ήταν ένας άνθρωπος «σε έναν πλανήτη δίχως βίζα». Παντού, οι κυβερνήσεις της «δημοκρατικής» Δύσης, του έδειχναν την πόρτα. Για τις χώρες όπου είχε επικρατήσει ο φασισμός δεν γινόταν βέβαια λόγος.

Όμως ο Τρότσκι δεν ήταν μόνο ένας «απόβλητος προφήτης» (όπως είναι ο τίτλος του τρίτου μέρους της βιογραφίας του από τον Ντόιτσερ).1 Η συμβολή του Τρότσκι το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα ήταν αναμφίβολα κολοσσιαία. Στη Ρώσικη Επανάσταση του 1905 υπήρξε ο εκλεγμένος πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης –του πρώτου εργατικού συμβούλιου. Ήταν ανάμεσα στους –λιγοστούς αρχικά– διεθνιστές επαναστάτες που πάλεψαν για τη συγκρότηση ενός αντιπολεμικού κινήματος ενάντια στον ιμπεριαλιστικό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκρούστηκαν με την προδοτική στάση της ηγεσίας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς. Το 1917, σαν μέλος των Μπολσεβίκων, εκλέχτηκε ξανά στην ηγεσία του σοβιέτ της Πετρούπολης στη νικηφόρα επανάσταση και ήταν ο πρακτικός οργανωτής της εξέγερσης του Οκτώβρη. Κύριος εκπρόσωπος της επαναστατικής Ρωσίας στις διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία για τον τερματισμό του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, οικοδόμος και ηγέτης του Κόκκινου Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο και στην απόκρουση της εισβολής των ιμπεριαλιστικών στρατών στη Ρωσία, πρωταγωνιστής στα τέσσερα πρώτα Συνέδρια της Τρίτης Διεθνούς (της Κομιντέρν). 

Ο Τρότσκι ήταν ο πρώτος Μπολσεβίκος που επισήμανε την απειλή της ανερχόμενης γραφειοκρατίας σε βάρος της εργατικής εξουσίας στην ΕΣΣΔ και τόλμησε να συγκρουστεί με αυτήν. Τη δεκαετία του 1930 –αν και εξόριστος και κατατρεγμένος– σε μια εποχή καταστροφικής καπιταλιστικής κρίσης, πολεμικών ανταγωνισμών κι ανόδου του φασισμού που εγκυμονούσε ξανά εξεγέρσεις κι επαναστάσεις, αφιέρωσε και την τελευταία ικμάδα της σκέψης και της δράσης του για την επεξεργασία επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής και στη μάχη για το χτίσιμο επαναστατικών οργανώσεων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εναλλακτική απέναντι στους συμβιβασμούς και προδοσίες των σταλινικών κομμουνιστικών κομμάτων.

Η θεωρητική συνεισφορά του Τρότσκι στο προχώρημα του Μαρξισμού είναι τεράστια και διατηρεί την επικαιρότητά της σε όλα τα ζητήματα που ανοίγονται και σήμερα. Η θεωρία του για την άνιση και συνδυασμένη ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι απολύτως αναγκαία για να κατανοήσουμε τις αλλαγές στο σύγχρονο κόσμο. Η Διαρκής Επανάσταση βάζει στο κέντρο κάθε επαναστατικής στρατηγικής την κίνηση της εργατικής τάξης και συνδέει τους αγώνες για τη δημοκρατία ή τους αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό με την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι αναλύσεις του για την άνοδο του σταλινισμού στη Ρωσία, για το φαινόμενο του φασισμού και τη στρατηγική του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης, για την ανάγκη για μεταβατικά αιτήματα που συνδέουν τους αγώνες που δίνει καθημερινά η τάξη με τη συνολική αντικαπιταλιστική ανατροπή, ήταν όχι μόνο πρωτότυπες την εποχή τους, αλλά και όπλα στα μάχες που έχει να δώσει σήμερα σε όλα αυτά τα μέτωπα μια Αριστερά ανατρεπτική.

Ζούμε ξανά σε μια εποχή καταστροφικού καπιταλισμού που μέσα στην κρίση του γεννά ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, πολέμους, γενοκτονίες, φτώχεια, καταπίεση, αλλά και εργατικές αντιστάσεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις από τα κάτω σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Στις στρατηγικές και τακτικές επιλογές που έχει να κάνει η Αριστερά σήμερα και τις μάχες που έχει να οργανώσει, ο Λέον Τρότσκι είναι η γέφυρα ανάμεσα στην επαναστατική κληρονομιά των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και στις μέρες μας. Όπως γράφει ο Τόνι Κλιφ στην κορυφαία τετράτομη πολιτική βιογραφία του Τρότσκι: «Βλέπουμε πιο μακριά όταν στεκόμαστε στους ώμους γιγάντων».

1905 και Διαρκής Επανάσταση

Ο Τρότσκι έγινε μαρξιστής στις αρχές του 20ου αιώνα. Η Ρώσικη Επανάσταση του 1905 ήταν η πρώτη μεγάλη δοκιμασία για τις ικανότητές του ως ηγέτη, οργανωτή και θεωρητικού. Την Κυριακή 9 Γενάρη εκείνης της χρονιάς ο τσαρικός στρατός άνοιξε πυρ σε χιλιάδες άοπλους εργάτες κι εργάτριες που προσπαθούσαν να επιδώσουν ένα ψήφισμα που εκλιπαρούσε τον Τσάρο να κάνει μεταρρυθμίσεις. Η αιματοβαμμένη καταστολή πυροδότησε ένα μεγάλο κύμα διαδηλώσεων και απεργιών που εξελίχθηκε σε επανάσταση. Στις 13 Οκτώβρη συγκροτήθηκε στην Πετρούπολη ένα εργατικό συμβούλιο, το πρώτο σοβιέτ, κι ο Τρότσκι εκλέχτηκε πρόεδρός του.

Όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1905 και οι δυο πτέρυγες του ρωσικού μαρξισμού, οι Μπολσεβίκοι και οι Μενσεβίκοι, εκτιμούσαν ότι ο χαρακτήρας της –δηλαδή οι στόχοι που είχε να υλοποιήσει– ήταν αστικός-δημοκρατικός ενάντια στην απολυταρχία του Τσάρου. Όμως, είχαν μεταξύ τους μια διαφορά κεφαλαιώδους σημασίας. 

Οι Μενσεβίκοι υποστήριζαν ότι εφόσον η επανάσταση που είχε ανάγκη η Ρωσία ήταν αστική και δημοκρατική, την ηγεσία έπρεπε να την είχαν οι αστοί. Το εργατικό κίνημα θα ήταν η «αριστερή πτέρυγα» ενός ευρύτερου δημοκρατικού μετώπου. 

Οι Μπολσεβίκοι και ο Λένιν είχαν μια εντελώς διαφορετική στρατηγική. Επέμεναν ότι η αστική τάξη της Ρωσίας προτιμούσε να μείνει συμβιβασμένη και να κάνει δουλειές με τον τσαρισμό, παρά να ρισκάρει ένα γενικευμένο ξεσηκωμό. Η εργατική τάξη σε συμμαχία με τους αγρότες ήταν αυτή που θα έμπαινε μπροστά σαν ηγεσία, θα ανέτρεπε τον Τσάρο και θα έφερνε τη Δημοκρατία στη Ρωσία, αλλά η εργατική εξουσία και ο σοσιαλισμός θα έμπαιναν αργότερα στην ημερήσια διάταξη. 

Ο Τρότσκι –που δεν ανήκε ούτε στους Μενσεβίκους ούτε στους Μπολσεβίκους στα πλαίσια του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος– έβγαλε διαφορετικά συμπεράσματα από την εμπειρία της πρώτης Ρώσικης Επανάστασης. Συμφωνούσε με τον Λένιν ότι σίγουρα είναι η εργατική τάξη που θα ανατρέψει την απολυταρχία επικεφαλής των αγροτών, αλλά υποστήριξε ότι από την πρώτη μέρα θα αναγκαστεί να επιβάλλει τις δικές της ταξικές λύσεις, να μετατρέψει την επανάσταση σε Διαρκή. Μια τάξη που θα έχει ανατρέψει μια αυτοκρατορία αιώνων, δεν μπορούσε να γυρίσει στο εργοστάσιο και να δεχτεί υπομονετικά την εξουσία του αφεντικού επειδή «η επανάσταση είναι αστική-δημοκρατική».  

Ο Τρότσκι κατέληγε σε αυτή τη στρατηγική που είχε στο κέντρο της τη δυναμική της κίνησης της εργατικής τάξης στηριγμένος στην πρώτη μεγάλη θεωρητική συμβολή του, στην ανάλυσή του για τον καπιταλισμό ως παγκόσμιο σύστημα. Υποστήριζε ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού στις αρχές του 20ού αιώνα μπορεί να ήταν άνιση από χώρα σε χώρα, δεν έπαυε ωστόσο να είναι συνδυασμένη. Το «μαστίγιο της αναγκαιότητας» έσπρωχνε τις πιο καθυστερημένες άρχουσες τάξεις να εισάγουν τα πιο σύγχρονα στοιχεία της καπιταλιστικής οικονομίας για να μπορέσουν να αντέξουν στο διεθνή στρατιωτικό και οικονομικό ανταγωνισμό. Το αποτέλεσμα ήταν κοινωνίες καθυστερημένες, όπως της Ρωσίας, να διαθέτουν τα πιο σύγχρονα εργοστάσια, με μεγαλύτερο αριθμό συγκέντρωσης βιομηχανικών εργατών ακόμα και από εκείνα στη Γερμανία ή τις ΗΠΑ, δίπλα σε αγρότες που χρησιμοποιούσαν ακόμα ξύλινα άροτρα. Η εργατική τάξη σε μια τέτοια χώρα, αν και μια τάξη αριθμητικά μικρή, είχε τη δύναμη να προχωρήσει την επανάσταση αντικαπιταλιστικά επειδή κατείχε την πιο νευραλγική θέση στην κοινωνία, καθώς ήταν συγκεντρωμένη στις πόλεις και οργανωμένη συλλογικά μπορούσε να ελέγξει τους πιο αποφασιστικούς κλάδους της οικονομίας, όπως είχε δείξει με τη συγκρότηση των σοβιέτ το 1905.

Η επανάσταση, όμως, συνέχιζε ο Τρότσκι, θα έπρεπε όμως να γίνει Διαρκής και με έναν δεύτερο τρόπο: για να επιβιώσει η εργατική εξουσία έπρεπε να εξαπλωθεί. Έγραφε: «Οι αντιθέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση των εργατών και τη μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών σε μια καθυστερημένη χώρα, μπορούν να λυθούν μόνο σε διεθνή κλίμακα, στην αρένα της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης. Το νικηφόρο προλεταριάτο… θα πρέπει να επιδιώξει συνειδητά η ρώσικη επανάσταση να γίνει ο πρόλογος της παγκόσμιας επανάστασης».2

Η επαλήθευση της θέσης του Τρότσκι ήρθε το 1917. Οι εργάτες κι οι εργάτριες, με επικεφαλής το επαναστατικό κόμμα τους, τους Μπολσεβίκους, πήραν την εξουσία στα χέρια τους και απελευθέρωσαν την αγροτιά και όλους τους καταπιεσμένους. Ο διαρκής χαρακτήρας της επανάστασης επιβεβαιώθηκε μέσα από τη δυναμική της εργατικής τάξης κι ο Λένιν επί της ουσίας συμφώνησε με τις θέσεις του Τρότσκι ρίχνοντας το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Επειδή ο Λένιν και ο Τρότσκι είχαν ένα κοινό στρατηγικό νήμα που τους συνέδεε παρά τις διαφωνίες που τους κράτησαν μακριά μέχρι το 1917: ήταν η εμπιστοσύνη τους στην κίνηση της εργατικής τάξης, ότι δεν υψώνει σινικά τείχη ανάμεσα σε «στάδια» της επανάστασης. 

Η Ρώσικη Επανάσταση έγινε όντως ο πρόλογος της παγκόσμιας επανάστασης. Όμως, μόνο ο πρόλογος. Η ήττα των επαναστάσεων που ακολούθησαν αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –στη Γερμανία ιδιαίτερα, αλλά και στην Ουγγαρία, την Ιταλία και αλλού– σφράγισε τη μοίρα της ίδιας της ρώσικης επανάστασης. Το 1925-27, η επιβεβαίωση της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης ήρθε ξανά, δυστυχώς πάλι με έναν αρνητικό και τραγικό τρόπο, μέσα από την ήττα της Κινέζικης επανάστασης. Με εντολές της σταλινικής Κομιντέρν το τοπικό Κομμουνιστικό Κόμμα έβαλε φρένο και αφόπλισε το επαναστατημένο εργατικό κίνημα ενάντια στους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους γαιοκτήμονες για χάρη των συμμαχιών με τις αστικές δυνάμεις, τις ίδιες δυνάμεις που αργότερα αιματοκύλισαν χιλιάδες εργάτες κι εργάτριες στη Σαγκάη και την Καντόνα. Ο Τρότσκι συγκρούστηκε με αυτή την πολιτική και το 1929 γενίκευσε τα συμπεράσματα για τις επαναστάσεις στις λεγόμενες «αποικιακές» ή κυριαρχούμενες από τις ιμπεριαλιστικές Μεγάλες Δυνάμεις χώρες, στο βιβλίο του «Η Διαρκής Επανάσταση».

Σήμερα, η απάντηση στο ερώτημα ποια είναι η στρατηγική για την Αριστερά που συνδέει τους αγώνες που δίνουν οι εργάτες, οι αγρότες και οι φτωχοί στην Παλαιστίνη, τη Συρία, το Σουδάν, το Μπανγκλαντές ενάντια στο σιωνισμό, τον ιμπεριαλισμό, τις δικτατορίες, με τους αμερικάνους απεργούς της Boeing και τους εξεγερμένους του Λος Άντζελες στην καρδιά του καπιταλισμού, αυτή η απάντηση βρίσκεται στη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης που στο κέντρο της βάζει την κίνηση της εργατικής τάξης παγκόσμια που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να χτίσει μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.

1917 -Το ξίφος της Επανάστασης

Ο Τρότσκι είχε μείνει «ανένταχτος» από το 1904 ως το 1917. Από μια τέτοια θέση, η δυνατότητά του να επηρεάζει την τάξη ήταν πολύ μικρή. 

Όντας αταλάντευτα διεθνιστής είχε πρωτοστατήσει στη δύσκολη προσπάθεια να χτιστεί ένα αντιπολεμικό κίνημα στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμο σε κόντρα με τη σοβινιστική κατρακύλα των κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς και συνεργάστηκε με τους Μπολσεβίκους και με τους λιγοστούς επαναστάτες κι επαναστάτριες από άλλες χώρες στην αντιπολεμική Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ το 1915. Στο ξέσπασμα της επανάστασης που ανέτρεψε τον Τσάρο τον Φλεβάρη του 1917, επέστρεψε από την εξορία στην Πετρούπολη τον Μάη. Ο Τρότσκι έβλεπε χειροπιαστά ότι οι διαφορές Μπολσεβίκων-Μενσεβίκων ήταν διαφορές της Επανάστασης με το Ρεφορμισμό και όχι δυο πτέρυγες του ίδιου κόμματος (ΣΔΚΡ) όπως νόμιζε μέχρι τότε. Αμέσως εντάχθηκε στους Μπολσεβίκους και έγινε μέλος της Κεντρικής τους Επιτροπής.

Όπως γράφει ο Τόνι Κλιφ στην τετράτομη πολιτική βιογραφία για τον Τρότσκι: «Ο Τρότσκι δεν είχε άλλη εναλλακτική διέξοδο από το να προσχωρήσει στον μπολσεβικισμό. Ήταν ένας λαμπρός στρατηγός που όμως διοικούσε ένα μικροσκοπικό απόσπασμα στρατιωτών… Για να νικήσει η επανάσταση χρειαζόταν ένα κόμμα με μέλη σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε μονάδα του στρατού, ικανό να κερδίζει το νου και τις καρδιές των εργατών και των στρατιωτών. Ως άτομο, ο Τρότσκι μπορούσε να κάνει τη φωνή του να ακουστεί. Όμως, μόνο ένα μαζικό, καλά πειθαρχημένο κόμμα μπορούσε να μετατρέψει τα λόγια σε πράξεις».3

Στις 23 Σεπτέμβρη το σοβιέτ της Πετρούπολης εξέλεξε τον Τρότσκι ως πρόεδρό του. Από τη θέση αυτή και ειδικότερα από την ηγεσία της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής του σοβιέτ, ο Τρότσκι ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στην οργάνωση της εξέγερσης που οδήγησε στην κατάληψη της εξουσίας τον Οκτώβρη του 1917. Ακόμα και ο Στάλιν τότε είχε αναγκαστεί να παραδεχθεί τον κρίσιμο ρόλο του, σε ένα άρθρο του το 1918, (το οποίο φυσικά απουσιάζει από τα Άπαντά του) με τίτλο «Ό ρόλος των πιο σημαντικών ηγετών του κόμματος»: «Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι όλο το έργο της πρακτικής οργάνωσης της εξέγερσης του Οκτώβρη προχώρησε κάτω από την ηγεσία του συντρόφου Τρότσκι».

Η νεαρή εργατική εξουσία βρέθηκε σύντομα πολιορκημένη από την ένοπλη αντεπανάσταση και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Το εργατικό κράτος χρειάστηκε να συγκροτήσει το δικό του στρατό, τον «Κόκκινο Στρατό των Εργατών και των Αγροτών» κυριολεκτικά από το μηδέν. Ο Κόκκινος Στρατός νίκησε και ο αρχιτέκτονας αυτής της νίκης ήταν ο Τρότσκι που έγινε «επίτροπος πολέμου» και πρόεδρος του «Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου» τον Μάρτη του 1918 –και κράτησε αυτή τη θέση μέχρι το 1923. Από μια σκιώδη δύναμη μερικών δεκάδων χιλιάδων εθελοντών, ο Κόκκινος Στρατός έφτασε τα 5 εκατομμύρια άνδρες που υπερασπίστηκαν τη σοβιετική εξουσία σε μέτωπα χιλιάδων χιλιομέτρων –και νίκησαν. Ήταν ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα του Τρότσκι.

Στρατηγική και τακτική

Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, τόσο ο Λένιν όσο κι ο Τρότσκι υποστήριξαν ότι είναι ανάγκη να χτιστεί μια νέα Διεθνής. Μετά την Επανάσταση του Οκτώβρη του 1917, είχε έρθει η ώρα να εκπληρώσουν τη δέσμευσή τους. 

Η δημιουργία μιας Τρίτης Διεθνούς ήταν «η μοναδική οδός διαφυγής από τις αφόρητες πιέσεις του εμφυλίου πολέμου, την καταστροφή της οικονομίας. Για να πάρει σάρκα και οστά αυτή η προοπτική ήταν αναγκαία μια διεθνής οργάνωση»4 που θα βοηθούσε να κτιστούν μαζικά και ξεκάθαρα επαναστατικά κόμματα στις άλλες χώρες, ικανά να οδηγήσουν την εργατική τάξη σε νικηφόρες επαναστάσεις και να σπάσουν την απομόνωση του εργατικού κράτους στη Ρωσία. 

Αυτό έγινε ακόμα πιο επιτακτικό όταν η επαναστατική παλίρροια του 1918-19 στην Ευρώπη απέτυχε να φέρει τη νίκη και τέθηκε το ζήτημα του πώς μπορούν οι επαναστάτες σε κάθε χώρα να κερδίσουν με το μέρος τους την εργατική τάξη από την κυρίαρχη επιρροή των ρεφορμιστικών κομμάτων. 

Στο τρίτο συνέδριο της Διεθνούς, το 1921, ο Τρότσκι, σε ένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα του επαναστατικού μαρξισμού, ανέπτυξε τη στρατηγική του ενιαίου μετώπου: 

«Το πρόβλημα του ενιαίου μετώπου πηγάζει από την επείγουσα ανάγκη να εξασφαλιστεί για την εργατική τάξη η δυνατότητα ενός ενιαίου μετώπου στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό... Τα [Κομμουνιστικά] κόμματα πρέπει να πάρουν πάνω τους την πρωτοβουλία να εξασφαλίσουν την ενότητα στους καθημερινούς αγώνες. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα τραβήξουν κοντά τους [τους εργάτες] που δεν αναγνωρίζουν ακόμα τον ηγετικό τους ρόλο… Μια πολιτική που αποσκοπεί να εξασφαλίσει το ενιαίο μέτωπο δεν περιέχει φυσικά καμιά αυτόματη εγγύηση πως η ενότητα στη δράση θα επιτευχθεί σε κάθε περίπτωση. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, και ίσως στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι οργανωτικές συμφωνίες θα μισο-τηρηθούν ή και δε θα τηρηθούν καθόλου. Αλλά είναι αναγκαίο να δίνεται πάντα στις αγωνιζόμενες μάζες η ευκαιρία να πείθονται οι ίδιες ότι η μη επίτευξη ενότητας στη δράση δεν οφείλεται στη δική μας τυπολατρική αδιαλλαξία αλλά στην έλλειψη πραγματικής θέλησης για αγώνα από τη μεριά των ρεφορμιστών».5

Ο Τρότσκι θα επανερχόταν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση στη σημασία του ενιαίου μετώπου τη δεκαετία του 1930, στα κείμενά του για το πώς μπορεί να αποτραπεί η άνοδος του φασισμού.

Σύγκρουση με τον σταλινισμό

Ο Τρότσκι έκανε την πρώτη σοβαρή μαρξιστική ανάλυση της σταλινικής γραφειοκρατίας, των υλικών βάσεων που αναδείχτηκε και επικράτησε στις συνθήκες της απομόνωσης της σοβιετικής Ρωσίας και οδήγησε στην καταστροφή όλων των κατακτήσεων του Οκτώβρη του 1917.

Η εργατική εξουσία στην Ρωσία δεν μπορούσε να επιζήσει απομονωμένη επί μακρόν, υποστήριζε. «Δεν θα έχει καμιά εναλλακτική από το να συνδέσει τη μοίρα της πολιτικής εξουσίας της, και συνεπώς τη μοίρα όλης της Ρώσικης Επανάστασης, με τη μοίρα της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ευρώπη». Διέκρινε, όπως κι ο Λένιν λίγο πριν το θάνατό του, την ανάδυση μια γραφειοκρατίας μέσα στο ίδιο το κόμμα και το κράτος

Αυτή η πορεία εκφυλισμού δεν κρίθηκε «μόνο» από την απομόνωση της επανάστασης, αλλά και σε μια σειρά σκληρές πολιτικές μάχες μέσα στο ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα, μάχες στις οποίες ο Τρότσκι πρωτοστάτησε από το 1923 μέχρι το 1927. Απέναντι στην αντιμαρξιστική στρατηγική του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα» των Στάλιν-Μπουχάριν, αντιπαράθεσε ένα πρόγραμμα με τρεις βασικούς άξονες: τη συνεχή προσπάθεια να ενισχυθούν μέσω της Διεθνούς οι επαναστατικές προσπάθειες σε όλο τον κόσμο για να σπάσει η απομόνωση, την ενίσχυση της βιομηχανίας προκειμένου να δυναμώσει η εργατική τάξη και την αναγέννηση της εργατικής δημοκρατίας των σοβιέτ που τα προηγούμενα χρόνια είχαν περιπέσει σε αδράνεια. Αυτή η προσπάθεια ηττήθηκε και ο Τρότσκι διαγράφτηκε από το κόμμα το 1927. 

Τη δεκαετία του 1930, την περίοδο της σταλινικής «ραγδαίας βαριάς εκβιομηχάνισης», της «βίαιης αγροτικής κολλεκτιβοποίησης» και της ακραίας καταστολής της εργατικής τάξης και κάθε φωνής που θύμιζε την επανάσταση του 1917, καθώς η Ρωσία έμπαινε στη φάση του «μεγάλου τρόμου» των σταλινικών εκκαθαρίσεων, ο εξόριστος πια Τρότσκι δίνει την τιτάνια μάχη να υπερασπίσει την κληρονομιά της ρωσικής επανάστασης και να αποδείξει ότι «ποτάμια αίματος χωρίζουν τον σταλινισμό και τον μπολσεβικισμό». Στο βιβλίο του «Η Προδομένη Επανάσταση» γράφει: «Ακόμα και η πιο αχαλίνωτη φαντασία, θα δυσκολευόταν να συλλάβει μια αντίθεση πιο χτυπητή από αυτή που υπάρχει ανάμεσα στο σχήμα του εργατικού κράτους που έχει δοθεί από τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον Λένιν, και το πραγματικό κράτος στο οποίο ηγείται σήμερα ο Στάλιν». 

Ωστόσο, μέχρι το τέλος της ζωής του ο Τρότσκι υποστήριζε ότι η Ρωσία του Στάλιν εξακολουθούσε να είναι ένα εργατικό κράτος, έστω εκφυλισμένο. Πίστευε ότι η γραφειοκρατία ήταν ένα «καρκίνωμα» που δεν θα άντεχε στους κλονισμούς του επερχόμενου πολέμου. Είχε λάθος σε αυτή την ανάλυση, όπως αποδείχτηκε. Η γραφειοκρατία με τον Στάλιν έχτιζαν έναν κρατικό καπιταλισμό που στη δεκαετία του 1940 και του 1950 θα γινόταν «υπερδύναμη». 

Όμως, αυτό δεν μπορεί να σβήσει την τεράστια συμβολή της ανάλυσης του Τρότσκι για τον σταλινισμό. Διέσωσε για τις επόμενες γενιές των αγωνιστών και των αγωνιστριών την ουσία της έννοιας σοσιαλισμός: μια κοινωνία που θα κυβερνάνε οι εργάτες και οι εργάτριες και το κριτήριο της παραγωγής θα είναι οι κοινωνικές ανάγκες και όχι η ανταγωνιστική συσσώρευση.  

Η δεκαετία το 1930

Ο Τρότσκι έκρουσε το κώδωνα του κινδύνου για την απειλή που αποτελούσαν οι ναζί στη Γερμανία ήδη από τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930, όταν το ποσοστό τους εκτινάχθηκε από το 2,6% στο 18,3%. Εξηγούσε ότι η άνοδος των ναζί ήταν σύμπτωμα της αντεπαναστατικής απελπισίας στην οποία έσπρωχνε εκατομμύρια μικροαστούς η κρίση του καπιταλισμού. Η διαφορά του ναζισμού, αν ανέβαινε στην εξουσία, από άλλες αντιδραστικές δικτατορίες ήταν ότι αποτελούσε ένα μαζικό αντεπαναστατικό κίνημα που θα «περάσει σαν τανκ πάνω από τα κεφάλια» της εργατικής τάξης, θα ισοπεδώσει κυριολεκτικά τις οργανώσεις της και θα την εξατομικοποιήσει.

Όμως, αυτό το αντεπαναστατικό κίνημα δεν ήταν ασταμάτητο. Έγραφε: «Στη ζυγαριά των εκλογικών στατιστικών χίλιοι φασιστικοί ψήφοι έχουν το ίδιο βάρος με χίλιους κομμουνιστικούς. Όμως στη ζυγαριά της επαναστατικής πάλης, χίλιοι εργάτες σε ένα μεγάλο εργοστάσιο αντιπροσωπεύουν μια δύναμη εκατό φορές μεγαλύτερη από χίλιους μικρο-αξιωματούχους υπάλληλους, τις συζύγους και τις πεθερές τους. Ο μεγάλος όγκος των φασιστών αποτελείται από ανθρώπινη σκόνη…».6

Το εμπόδιο ήταν η πολιτική των δυο κομμάτων που κυριαρχούσαν στο εργατικό κίνημα, του σοσιαλδημοκρατικού SPD και του σταλινικού κομμουνιστικού KPD. To πρώτο κήρυττε την «αυτοσυγκράτηση» και υποστήριζε ότι η σωστή λειτουργία των θεσμών αρκεί να αντιμετωπίσει κάθε «εκτροπή». Το KPD αρχικά υποτίμησε πλήρως την άνοδο των ναζί. Ισχυριζόταν ότι για να ηττηθεί ο φασισμός έπρεπε πρώτα να ηττηθεί ο «σοσιαλφασισμός» (η Σοσιαλδημοκρατία) –ο κύριος εχθρός όπως τον είχε ονομάσει.

Ο Τρότσκι εξηγούσε γιατί αυτή η σεχταριστική πολιτική του KPD ήταν λάθος. Δεν πρότεινε μια ενότητα «Λαϊκών Μετώπων», ένα κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα με τις ρεφορμιστικές ηγεσίες, αλλά την τακτική του ενιαίου μετώπου όπως την είχε επεξεργαστεί η Διεθνής στα πρώτα επαναστατικά της χρόνια: «Καμιά κοινή πλατφόρμα με τη Σοσιαλδημοκρατία. Βαδίστε χωριστά, χτυπήστε μαζί! Συμφωνήστε μόνο πώς να χτυπήσετε, ποιον και πότε».7 Αντί γι’ αυτόν τον δρόμο, όμως, η αριστερά άφησε τον Χίτλερ να πάρει την εξουσία τον Γενάρη του 1933 –και το ισχυρότερο εργατικό κίνημα συντρίφτηκε αμαχητί σε λίγους μήνες.

Τρία χρόνια μετά, το 1936, οι καταλήψεις των εργοστασίων στην Γαλλία και η Ισπανική Επανάσταση έδειξαν ποια ήταν η εργατική εναλλακτική λύση απέναντι στον φασισμό και τον πόλεμο. Η κριτική του Τρότσκι για την πολιτική των «Λαϊκών Μετώπων» που οδήγησαν στον συμβιβασμό και στις ήττες αυτά τα κινήματα είναι σήμερα απαραίτητη για την Αριστερά που δεν θέλει να μοιραστεί τα αδιέξοδα και τους συμβιβασμούς του κοινοβουλευτικού δρόμου.

Ο Τρότσκι δεν τα πάλεψε όλα αυτά γράφοντας απλά κάποια λαμπρά κείμενα και βιβλία. Προσπάθησε, έστω ανεπιτυχώς, να χτίσει επαναστατικά κόμματα που θα κάνουν αυτές τις ιδέες υλική δύναμη στην ταξική πάλη. Αυτό ήταν και το κύριο μέλημά του. Έγραφε στις 25 Μάρτη 1935: «...Πιστεύω ότι η εργασία την οποία επιτελώ τώρα, παρά τον ιδιαιτέρως ανεπαρκή και αποσπασματικό χαρακτήρα της, είναι η πιο σημαντική εργασία της ζωής μου –πιο σημαντική κι από το 1917, πιο σημαντική από την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου ή οποιαδήποτε άλλη».8

Όπως επισημαίνει ο Τόνι Κλιφ: «Η τελευταία δεκαετία της ζωής του Τρότσκι, παρόλη την αδιάκοπη τραγωδία της, δεν ήταν μάταιη. Αντιθέτως, όσο πιο σκοτεινή είναι η νύχτα τόσο πιο φωτεινό είναι το αστέρι. Τα κείμενα του Τρότσκι, γραμμένα με πάθος και έμπνευση, αποτελούν μια ανεκτίμητη κληρονομιά. Πάνω από όλα, ο Τρότσκι κράτησε αναμμένη τη φλόγα, την παράδοση του επαναστατικού σοσιαλισμού».9

Οι πλευρές της δράσης και της σκέψης του Τρότσκι που θίξαμε εδώ, σε καμιά περίπτωση δεν εξαντλούν τη συμβολή του στη μαρξιστική σκέψη, γιατί ήταν ένας εξαιρετικά δημιουργικός συγγραφέας με ασυνήθιστα πλατιά ενδιαφέροντα. Ασχολήθηκε ακόμα και με θέματα όπως ο ρόλος της Τέχνης10 ή με τα ζητήματα που αγγίζουν την πολιτιστική καθημερινότητα των απλών ανθρώπων σε ένα εργατικό κράτος.11 Κάθε κείμενό του από την πλούσια κληρονομιά που μας άφησε αναδεικνύει ζητήματα που και σήμερα είναι κεντρικά στις συζητήσεις και αντιπαραθέσεις μέσα στην Αριστερά. Γι’ αυτό αξίζει όσο ποτέ άλλοτε να διαβάσουμε Τρότσκι. 

 

Σημειώσεις

1. Ισαάκ Ντόιτσερ, Ο απόβλητος προφήτης, Τρότσκι 1929-1940, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη 2023

2. Τρότσκι, Η Διαρκής Επανάσταση, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο (2η έκδοση) 2010

3. Τόνι Κλιφ, Τρότσκι 1879-1917, τόμος 1, Προς τον Οκτώβρη, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2009, σ.263

4. Τόνι Κλιφ, Τρότσκι 1917-1923, τομος 2, Το ξίφος της επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2010, σ. 268

5. Trotsky, The First Five Years of the Communist International, τόμος 1 (London 1973), σ. 91-96

6. Το απόσπασμα βρίσκεται στη συλλογή κειμένων του Τρότσκι με τίτλο Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2000

7. Στο ίδιο

8. Τρότσκι, Ημερολόγια της εξορίας, εκδ. Άγρα 2015

9. Τόνι Κλιφ, Τρότσκι 1927-1940, τόμος 4, Όσο πιο σκοτεινή είναι η νύχτα, τόσο πιο φωτεινό το αστέρι, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2010

10. Τρότσκι, Λογοτεχνία και Επανάσταση, εκδ. Εργατική Πάλη 2017

11. Τρότσκι, Προβλήματα της καθημερινής ζωής. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2007