Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: Αυτοάμυνα - Μια φιλοσοφία της βίας

Αυτοάμυνα - Μια φιλοσοφία της βίας
Elsa Dorlin

352 σελίδες, 20€
ΠΟΤΛΑΤΣ

 

 

Το νέο βιβλίο από τις εκδόσεις πότλατς με τίτλο «Αυτοάμυνα – Μια φιλοσοφία της βίας» της Elsa Dorlin σε μετάφραση Μαρίας Κακογιάννη, είναι, όπως αναφέρεται στην παρουσίασή του στο οπισθόφυλλο, μια προσπάθεια να διατυπωθεί μια «γενεαλογία» της βίας και της αυτοάμυνας. Το βλέμμα της συγγραφέως είναι στραμμένο στη διάκριση ανάμεσα στη βία που εντάσσεται σε νόμιμο, θεσμοθετημένο πλαίσιο και στη βία των καταπιεσμένων. 

Η διάκριση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μέσα σε έναν κόσμο καταπίεσης, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δικαίωμα στην αυτοάμυνα και άνθρωποι που δεν έχουν. Η συγγραφέας επιχειρεί να δώσει μια εικόνα του πώς θεμελιώνεται φιλοσοφικά το δικαίωμα (ή η απουσία αυτού) στην αμυντική βία και πώς αυτή η θεμελίωση αντικατοπτρίζει ρατσιστικούς μύθους ή συντηρεί τον ταξικό διαχωρισμό. Σε έναν μεγάλο βαθμό επίσης, το βιβλίο καταπιάνεται με το πώς η απάντηση στη συστημική βία γίνεται μια ετοιμότητα για βία που εγγράφεται στο ίδιο το σώμα των καταπιεσμένων. Το βιβλίο περιγράφει ότι υπάρχει η «αυτοάμυνα» και η βία που συνιστά επίθεση και η απάντηση των καταπιεσμένων σε αυτή την επίθεση. 

Ο πρόλογος ξεκινά ήδη με ένα τέτοιο παράδειγμα: ο άγριος ξυλοδαρμός του άοπλου 26χρονου ταξιτζή Rodney King από αστυνομικούς το 1991, καταγράφθηκε σε βίντεο από κάτοικο της περιοχής. Το βίντεο κυκλοφόρησε σε όλα τα κανάλια και έδειχνε το όργιο της βίας. Έναν χρόνο μετά στη δίκη των αστυνομικών η υπεράσπισή τους χρησιμοποίησε το ίδιο βίντεο σαν τεκμήριο ότι ο R. King ήταν «επιτιθέμενος», αναφερόμενη στις προσπάθειές του να προστατευτεί από τα χτυπήματα και το τέιζερ. Η αθώωση των αστυνομικών οδήγησε σε εξέγερση με 53 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. 

Η συγγραφέας θέτει το ερώτημα: «Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε ένα τέτοιο ερμηνευτικό χάσμα;». Ακριβώς το ίδιο χάσμα υπήρξε στην υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου: το ίδιο βίντεο που έκανε την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας να δει τον δολοφονικό ξυλοδαρμό ενός άοπλου ανθρώπου από δυο πολίτες και έξι αστυνομικούς, χρησιμοποιήθηκε από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και την υπεράσπιση των δολοφόνων στο δικαστήριο σαν «τεκμήριο» ότι ο Ζακ ήταν ληστής, οπλισμένος και επιτιθέμενος. Ότι οι οκτώ δολοφόνοι του δρούσαν είτε στο πλαίσιο της «νόμιμης αυτοάμυνας», είτε στο πλαίσιο της «νόμιμης» αστυνομικής βίας που απαιτείται για τη σύλληψη ενός επικίνδυνου δράστη ληστείας. 

Παράλληλα, ζούμε σε μια εποχή που οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί καταιγίζουν τη δημόσια συζήτηση με καταδίκες της «βίας από όπου κι αν προέρχεται», εννοώντας τη βία των από τα κάτω: τη βία των Παλαιστινίων που παλεύουν για την ελευθερία τους, τη βία των εξεγερμένων στις Ηνωμένες Πολιτείες (από την οποία κράτησε αποστάσεις ακόμη και ο Σάντερς), κ.ο.κ. Μέσα σε μια τέτοια συγκυρία, η μετάφραση του βιβλίου αυτού είναι μια σημαντική παρέμβαση.

Είναι κατ' αρχάς πολύτιμο για τα συγκλονιστικά παραδείγματα συστημικής βίας, τα οποία παρουσιάζει ακριβώς ως τέτοια, κι όχι ως αποτέλεσμα διάχυτων βίαιων πρακτικών: βλέπουμε για παράδειγμα τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι υποτελείς της γαλλικής αποικιοκρατίας για να αφοπλιστούν και να καταστεί αδύνατη η αυτοάμυνά τους, τις στρατιωτικές εντολές για βασανιστήρια προκειμένου να μετατραπούν οι γάλλοι νεοσύλλεκτοι σε μηχανές βίας, την ενθάρρυνση του ρωσικού στρατού και της αστυνομίας στις ομάδες των αντισημιτών πογκρομιστών, τη βιομηχανία θανάτου του ναζιστικού καθεστώτος σε βάρος των Εβραίων, τη «δικαιοσύνη» των vigilants στην αμερικάνικη ήπειρο πριν την κατάργηση της δουλείας, το φαινόμενο του λιντσαρίσματος με το πρόσχημα της προστασίας των λευκών γυναικών από τη σεξουαλική βία των μαύρων αντρών στις ΗΠΑ, την οργανωμένη ομοφοβική βία της αστυνομίας, τους βασανιστές και κυρίως τις βασανίστριες του Αμπού Γκράιμπ και πώς δεν ήταν τυχαία η επιλογή του φύλου.

Το βιβλίο επιχειρεί να εξηγήσει αυτή τη συστημική βία σαν μέρος ακριβώς του συστήματος. Για παράδειγμα «η αυτοδικία των vigilants είναι, στην πραγματικότητα, μια από τις πιο μαζικές ιστορικές εκφράσεις της εξωθεσμικής αδιαμεσολάβητης δράσης, του κινήματος ενάντια στην κατάργηση της δουλείας, του ρατσιστικού εγκλήματος και της ρατσιστικής τρομοκρατίας στην αμερικανική ήπειρο. Σε αντίθεση με το κλασικό επιχείρημα που θεωρεί την αυτοδικία σύμπτωμα ενός εμβρυακού, αποτυχημένου ή δυσλειτουργικού πολιτικού θεσμού, η προοπτική που υιοθετούμε εδώ δείχνει ότι οι vigilants αποτέλεσαν μάλλον μέρος μιας προσπάθειας εξορθολογισμού του τρόπου διακυβέρνησης». Αντίστοιχα, η E. Dorlin αναδεικνύει τα λιντσαρίσματα όχι σαν πρακτικές ενός όχλου, αλλά σαν μέρος του ίδιου μηχανισμού που κατασκεύασε τον μύθο του «μαύρου βιαστή» και τον συντήρησε μέσα από τα ΜΜΕ και τα δικαστήρια.

Η απάντηση των καταπιεσμένων, σύμφωνα με τη συγγραφέα οδήγησε σε όλη αυτή τη γενεαλογία της αυτοάμυνας που περιγράφεται στο βιβλίο της. Για παράδειγμα έχουμε την ανάπτυξη πρακτικών μάχης με γυμνά χέρια από τους αποικιοκρατούμενους λαούς, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε στοιχεία κουλτούρας που παραπέμπουν σε αυτές τις πρακτικές, όπως οι πολεμικοί χοροί. Οι ομάδες αυτοάμυνας των σουφραζέτων ήταν εμπνευσμένες από το ju jitsu, αλλά ενσωμάτωναν και την αξιοποίηση των σεξιστικών στερεοτύπων που κουβαλούσαν οι εχθροί του γυναικείου κινήματος, όπως οι αστυνομικοί, για την αδυναμία των γυναικών: «τα τεχνάσματα αυτά χρησιμοποιούν τον αιφνιδιασμό, την έκπληξη και τον αποπροσανατολισμό του αντιπάλου ο οποίος λόγω των προκαταλήψεών του δεν είναι σε επιφυλακή (κόβουν τις τιράντες ώστε οι αστυνομικοί να αναγκάζονται να κρατούν τα παντελόνια τους, περιορίζουν την ορατότητα της αστυνομίας ανοίγοντας πολυάριθμες ομπρέλες [...])». 

Ταυτόχρονα δεν παραλείπει να αναφερθεί στις ιδεολογικές μάχες για το ποια πρέπει να είναι η απάντηση των μειονοτήτων στη βία. Εμβληματικά παραδείγματα το κίνημα για τα κοινωνικά δικαιώματα των Μαύρων και στη συνέχεια η ίδρυση των Μαύρων Πανθήρων, ενός κόμματος που στην αρχή είχε τη λέξη «αυτοάμυνα» στο όνομά του. Η ιδεολογική σύγκρουση είχε να κάνει με ότι η ειρηνική διαμαρτυρία πλέον συναντούσε τεράστια προβλήματα από τη μία μεριά, αλλά μέρος του κινήματος θεωρούσε από την άλλη ότι η ένοπλη αυτοάμυνα προκαλούσε ακόμα περισσότερη καταστολή. Παράλληλα, στον κύκλο της βίας και αντιβίας εντάσσει και την αστυνομική βία κατά των ΛΟΑΤΚΙ+ στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '60 αλλά και τις οργανωμένες πολιτοφυλακές για την προστασία από ομοφοβικές επιθέσεις. 

Το βιβλίο περιγράφει πώς οι επιταγές της «ασφάλειας» των μειονοτήτων, όταν αυτές υιοθετούν μια εσωστρεφή αντιμετώπιση και στοχεύουν στη δημιουργία «ασφαλών χώρων» μπορούν πολύ εύκολα να γίνουν μηχανισμός διάλυσης ενός κινήματος, να αναπαράξουν ρατσιστικές ρητορικές, να αποτελέσουν δούρειο ίππο του εξευγενισμού κλπ. Το βιβλίο δεν παραλείπει να κάνει τις απαραίτητες συνδέσεις του σεξισμού με τον ρατσισμό σαν δυο ιδεολογικά συγκοινωνούντα δοχεία που πολλές φορές έχουν αποτέλεσμα τις συγκρούσεις των από κάτω μεταξύ τους.

Το βιβλίο, αν και βάζει όλα αυτά τα ζητήματα, μοιάζει να επιμένει σε μια ιδεαλιστική θεώρηση της βίας: περιγράφει τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος και τους τρόπους αναπαραγωγής της βίας σαν αιτία ύπαρξής της. Πιο έντονα η αδυναμία αυτή φαίνεται στην ανάλυση για το κράτος του Ισραήλ, η βιαιότητα του οποίου εξηγείται από τη συγγραφέα σαν αποτέλεσμα της ιδεολογικής νίκης του «στρατιωτικοποιημένου, τρομοκρατικού και αποικιοκρατικού σιωνισμού» πάνω στο θέμα της αντιμετώπισης του αντισημιτισμού. Μια ανάλυση που αφήνει απ έξω τον ρόλο του ιμπεριαλισμού και περιορίζεται στις ιδέες που στηρίζουν τη βία που το Ισραήλ ονομάζει «αυτοάμυνα». 

Συνέπεια της ίδιας αδυναμίας είναι η αναφορά στη σεξιστική βία, κατά τη θεώρηση «το πολιτικό είναι προσωπικό», από μια αποκλειστικά βιωματική σκοπιά. Η συγγραφέας περιγράφει τη διαρκή εγρήγορση για τη φροντίδα των άλλων, για παράδειγμα, σε συνδυασμό με τη διαρκή αμυντική εγρήγορση για τις παρενοχλήσεις και τη βία κατά των γυναικών. Πρόκειται για ένα συλλογικό βίωμα που πράγματι υπάρχει, και που θυμίζει τη διαρκή εγρήγορση για τη συστημική βία όπως περιγράφεται στο υπόλοιπο βιβλίο. Ωστόσο αυτή η ανάλυση μένει στην επιφάνεια, καθώς δεν αναφέρεται πουθενά για ποιο λόγο οι γυναίκες εξαναγκάζονται σε μια τέτοια εγρήγορση.